Αντρέ Μαλρό: Η ανθρώπινη μοίρα

«Ένα καθαρά υπαρξιστικό μυθιστόρημα που ουσιαστικά εκφράζει αυτό που ο Ντοστογιέφσκι προφήτεψε για τον νεωτερικό εικοστό αιώνα: πώς δομείται η ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς τον Θεό»

Ο μεγάλος κριτικός Χάρολντ Μπλουμ όταν επανεξέταζε κάποια κλασικά κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας είχε αναφερθεί στον όρο period piece, δηλαδή έργα που ανήκαν σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο και έχαναν σε αμεσότητα όταν τα διάβαζαν νέες γενιές αναγνωστών. Με αυτό τον όρο δεν ήθελε να αμφισβητήσει τη λογοτεχνική τους αξία ή το βάθος των ιδεών τους, αλλά το κατά πόσο κατάφερναν να επιβιώσουν στις πολιτισμικές αλλαγές που αναπόφευκτα λάμβαναν χώρα με την εξέλιξη της ιστορίας και άρα κατά πόσο ήταν εξαρτημένα από τα συμφραζόμενα της εποχής στην οποία γράφτηκαν έχοντας μειωμένη διαχρονική αξία στο βάθος των ετών. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον για έναν σύγχρονο αναγνώστη να προσπαθήσει να διακρίνει σε ποιο βαθμό κάποια εμβληματικά για την εποχή τους έργα αντέχουν σε αυτό το τεστ του χρόνου, εξακολουθούν δηλαδή να μαγνητίζουν γενιές αναγνωστών που δεν έχουν τις προσλαμβάνουσες που θα είχε ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνονταν όταν είχαν γραφτεί. Αυτό είναι ένα ερώτημα που πάντα με απασχολεί όταν ξαναδιαβάζω ένα σύγχρονο κλασικό έργο. Με την ευκαιρία λοιπόν της εξαιρετικής επανέκδοσης της Ανθρώπινης Μοίρας του Αντρέ Μαλρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αξίζει να αναστοχαστεί κανείς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός θεμελιώδους έργου για τη γαλλική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα.

Ο Μαλρό έχει την ιδιαιτερότητα ότι το μυθιστορηματικό του έργο ολοκληρώθηκε νωρίς, όταν ήταν ακόμη νέος. Η ενασχόλησή του με την αντίσταση, και ιδιαίτερα η πολιτική του καριέρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (διετέλεσε αρχικά υπουργός πληροφοριών και αργότερα υπουργός πολιτισμού στις κυβερνήσεις υπό τον Πρόεδρο Ντε Γκολ, παρά το αριστερό του παρελθόν) χώρισε τη συγγραφική του καριέρα στη μέση, καθώς από το 1946 και μετά αφιερώθηκε στην άλλη μεγάλη του αγάπη, την ιστορία της τέχνης, γράφοντας μία σειρά δοκιμίων γύρω από την κριτική και τη θεωρία της τέχνης. Από τα μυθιστορήματα της δεκαετίας του τριάντα, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν και τη λογοτεχνική κληρονομιά του, τη Βασιλική Οδό (1930), την Ανθρώπινη Ελπίδα (1937), το σημαντικότερο είναι η Ανθρώπινη Μοίρα (1933), το οποίο εκτυλίσσεται στην Σαγκάη του 1927, στο ξέσπασμα του κινεζικού εμφυλίου. Παρά το ιστορικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος, έχει διαδοθεί η παρανόηση ότι ο Μαλρό είχε προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα που παρουσιάζει. Η πραγματικότητα είναι ότι επισκέφτηκε την Κίνα το 1931, αρκετά μετά τα συμβάντα του 1927. Πάμε τώρα στην ουσία.

Το πρώτο σημαντικό στοιχείο που αξίζει κανείς να σχολιάσει είναι η αφηγηματική προσέγγιση του Μαλρό. Όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Δημήτρης Στεφανάκης στην εισαγωγή του βιβλίου, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό, τον θρυμματισμό μιας ενιαίας αλήθειας, αξίας, αρχής, σε πολλές και υποκειμενικές αλήθειες και αξίες, συχνά αντιφατικές, οι οποίες συνθέτουν το ψηφιδωτό ενός πολυφωνικού, περίπλοκου σύγχρονου κόσμου που δεν μπορεί να εξηγηθεί με απλές, μονοδιάστατες έννοιες και σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Ο Μαλρό το εκφράζει αυτό αφηγηματικά με το να εγκαταλείπει την αφήγηση του συγγραφέα παντογνώστη, διατηρώντας μεν το τρίτο πρόσωπο, αλλά επιλέγοντας την εσωτερική εστίαση αρκετών διαφορετικών μυθοπλαστικών χαρακτήρων. Έτσι, φωτίζει τον ψυχισμό προσώπων διαφορετικών υποβάθρων και αντιλήψεων. Σε αντίθεση με πολλά ευρωπαϊκά μυθιστορήματα που λαμβάνουν χώρα στην Ασία, οι πρωταγωνιστές δεν είναι αποκλειστικά δυτικοί, αλλά και ντόπιοι Ασιάτες, από διαφορετικές καταγωγές και προσμίξεις. Αυτό προσδίδει αυθεντικότητα και μια ανθρωπιστική, αντιαποικιοκρατική ματιά στο έργο, αλλά ταυτόχρονα είναι αναπόφευκτο ότι αφήνει χώρο για αμφισβήτηση. Ο Μαλρό ναι μεν δίνει φωνή σε ντόπιους, αλλά ο τρόπος σκέψης με τον οποίο τους μπολιάζει μοιάζει αρκετά σε εκείνον ενός δυτικού διανοούμενου. Αυτό είχε δώσει πάτημα σε κριτικούς να του προσάψουν ότι προσπαθεί να αντικαταστήσει αυτή του την αδυναμία να εισχωρήσει πραγματικά στον ψυχισμό ενός Ασιάτη, με διάφορα στερεότυπα που ενδεχομένως να ηχούν εξωτικά στον δυτικό αναγνώστη.

Οι βασανισμένοι μυθοπλαστικοί αντιήρωες του Μαλρό μοιάζουν σαν να έχουν βγει από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι, τουλάχιστον όσο αφορά την ένταση της υπαρξιακής τους αγωνίας, γιατί δεν χαρακτηρίζονται από την ίδια εκπληκτική ατομικότητα που παρουσιάζουν οι χαρακτήρες του μεγάλου Ρώσου, (οι οποίοι μοιάζουν σαν να έχουν δική τους ζωή και να μην αποτελούν δημιούργημα μιας ενιαίας φαντασίας). Ο καθένας τους, Ευρωπαίος, Ασιάτης ή μιγάς, επιδεικνύει την ίδια αυτοκαταστροφική μανία, τον ίδιο φιλοσοφικό στοχασμό που χαρακτηρίζει τον αποξενωμένο σκεπτόμενο Ευρωπαίο του μεσοπολέμου. Από αυτή την άποψη, αν και η διεθνής κριτική δεν εντάσσει τον Μαλρό στον άμεσο κύκλο των υπαρξιστών, μαζί με τον Σαρτρ, τον Καμύ και την Μποβουάρ, η Ανθρώπινη Μοίρα είναι ένα καθαρά υπαρξιστικό μυθιστόρημα που ουσιαστικά εκφράζει αυτό που ο Ντοστογιέφσκι προφήτεψε για τον νεωτερικό εικοστό αιώνα: πώς δομείται η ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς τον Θεό. Η πολιτική στράτευση, ο ιδεολογικός φανατισμός υποκαθιστούν τον ρόλο της θρησκείας. Δεν είναι τυχαίο που οι επιλογές των αντιηρώων συχνά ακολουθούν μια μορφή ιεροτελεστίας. Σε έναν σύγχρονο κόσμο που βίωσε για πρώτη φορά τον ολοκληρωτικό πόλεμο, οι πολιτικές ιδεολογίες αντικαθιστούν τον Θεό. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ίδιος ο Μαλρό προτείνει την Χριστιανική πίστη ως αντίδοτο, (για εκείνον άλλωστε το Θείο μπορούσε να αντικατασταθεί μόνο από την τέχνη), όμως αποτυπώνει το αδιέξοδο με συγκλονιστική δύναμη. Κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές επιδεικνύει την ίδια μορφή αυτοκαταστροφής αλλά με διαφορετική έκφανση: ο Τσεν φλερτάρει με τον θάνατο και την βία, ο Φεράλ με έναν σαδισμό που κρύβει ουσιαστικά έναν βάναυσο μαζοχισμό, ο Γκίζορς έχει το όπιο, ο Κλαπίκ τις αυταπάτες, ο Κίο και ο Κάτοφ θέλουν να μαρτυρήσουν. Όλοι τους όμως προσπαθούν να καλύψουν ένα κενό, προσπαθούν να βρουν έναν κώδικα. Ο κομμουνισμός για τον πυρήνα των επαναστατών τελικά είναι αφορμή για να αφιερωθούν σε ένα ιδανικό ώστε να ξεχάσουν την όψη της φρίκης, που όλοι τους έχουν αντικρίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα, του κατά πόσο τελικά το μυθιστόρημα αντέχει στην σύγχρονη ανάγνωση, νομίζω ότι η απάντηση είναι καταφατική. Οι φορτισμένοι στοχαστικοί διάλογοι είναι διαχρονικοί. Μπορεί μεν η πολιτική ρητορική να μην έχει πια στον εικοστό πρώτο αιώνα την αμεσότητα που είχε τότε, αλλά τα διλήμματα, τα αδιέξοδα είναι εξ’ ίσου εμφανή και σήμερα. Το φλερτ του σύγχρονου ανθρώπου με την αυτό(καταστροφή) προοιωνίζει την έλευση αυτής της καταστροφής σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό με την πλήρωση της αυτοεκπληρούμενης προφητείας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως τα στοιχεία αυτά παραμένουν ριζωμένα στον άνθρωπο της νέας χιλιετίας, οι ίδιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν, ίσως φορώντας καινούρια ρούχα. Δεν ξέρω τι γνώμη θα είχε ο Μπλουμ ξαναδιαβάζοντας την Ανθρώπινη Μοίρα, πάντως στα δικά μου μάτια ο Μαλρό παραμένει επίκαιρος.
Κείμενο: Κωστής Καλογρούλης

ΠΗΓΗ

«Η Ανθρώπινη Μοίρα» του Αντρέ Μαλρό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Malraux’s novel La Condition Humaine (Man’s Fate) (1933) won the Prix Goncourt. He was appointed by President Charles de Gaulle as information minister (1945–46) and subsequently as France’s first cultural affairs minister during de Gaulle’s presidency (1959–1969).