Οταν οι πανεπιστημιακοί πολιτεύονται…
Η επιτυχία του Χάρη Δούκα έδειξε ότι, εκτός από το Ιnstagram και το life style, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να κάνεις την έκπληξη στην πολιτική
Η αναπάντεχη εκλογή του Χάρη Δούκα ως δημάρχου Αθηναίων, την περασμένη Κυριακή, επανέφερε μια παλιά συζήτηση: τα καταφέρνουν οι καθηγητές στην πολιτική; Μήπως είναι καλύτερο για τους φοιτητές τους, για την κοινωνία και για όλους μας, τέλος πάντων, να μην εγκαταλείπουν το πανεπιστήμιο; Και ποιος είναι ο απολογισμός της ανάμειξης στα κοινά όσων, σε κάποια στιγμή, τόλμησαν να «κατέλθουν» στον πολιτικό στίβο;
Γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος / Καθημερινή
Δίχως άλλο, η επιτυχία του Χάρη Δούκα οφείλεται εκτός των άλλων και στην πανεπιστημιακή ιδιότητά του. Καθηγητής στο πιο περίβλεπτο τμήμα του ΕΜΠ, είχε τη «βιώσιμη πόλη» στο επίκεντρο των επιστημονικών ενδιαφερόντων του. Το πανέξυπνο σύνθημά του «3, 30, 300», η εκμετάλλευση των υπόγειων υδάτων, αλλά και η δέσμευσή του να μειώσει τη μέση θερμοκρασία της πόλης κατά πέντε βαθμούς σε μια πενταετία, ήταν θεμελιωμένα σε καλή γνώση της διεθνούς βιβλιογραφίας και σε συγκριτικά δεδομένα από άλλες πόλεις, που κανένας άλλος υποψήφιος δεν διέθετε. Εκλεγόμενος, ενόσω ήταν κυριολεκτικά άγνωστος στο ευρύ κοινό προ τριμήνου, έδειξε ότι εκτός από το Ιnstagram, την εικόνα και το life style, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να κάνει κανείς την έκπληξη στην πολιτική.
Από εκεί και πέρα, το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο Χάρης Δούκας, αναλαμβάνοντας ένα από τα πιο απαιτητικά αξιώματα στη σημερινή Ελλάδα, θα πετύχει.
Η μεγάλη τομή για την ανάμειξη των καθηγητών στην πολιτική έγινε το 1975. Τότε, το Σύνταγμα, σε αναγνώριση της προσφοράς μερικών σπουδαίων πανεπιστημιακών στον αντιδικτατορικό αγώνα, όπως ο Καράγιωργας, ο Μαγκάκης, ο Μάνεσης και ο Κουμάντος, επέτρεψε για πρώτη φορά στους καθηγητές να πολιτεύονται, χωρίς να χάνουν την πανεπιστημιακή έδρα τους. Ετσι, ενώ προδικτατορικά οι πανεπιστημιακοί που ξανοίγονταν στη μαχόμενη πολιτική μετριούνταν κυριολεκτικά στα δάχτυλα του ενός χεριού –εμβληματικές ήταν οι περιπτώσεις του Αλέξανδρου Σβώλου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου– μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας πολλαπλασιάστηκαν.
Πρωταγωνιστικό ρόλο, βέβαια, έπαιξαν κυρίως δύο, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης. Δεν ήταν όμως ασήμαντοι όσοι τους ακολούθησαν και μάλιστα από όλο το πολιτικό φάσμα: Μνημονεύω μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις: ενώ στο κλίμα της Μεταπολίτευσης πλειοψηφούσαν οι κεντρώοι-κεντροαριστεροί (Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Γ.-Α. Μαγκάκης, Δημ. Τσάτσος και, λίγο μετά, Ευάγγελος Βενιζέλος και Τάσος Γιαννίτσης), αργότερα πολιτεύτηκαν πανεπιστημιακοί και από τον χώρο της Κεντροδεξιάς (Προκόπης Παυλόπουλος, Γιώργος Αλογοσκούφης), αλλά και του ΚΚΕ (Γιώργος Χουρμουζιάδης). Πιο πρόσφατα, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, «εκτέθηκαν» από τη «γενιά του ΕΔΠ» ο Γιώργος Σταθάκης, ο Αριστείδης Μπαλτάς και ο Κώστας Γαβρόγλου. Θυμίζω ακόμη ότι πανεπιστημιακός ήταν και ο Γιώργος Καμίνης, που εκλέχθηκε δύο φορές δήμαρχος Αθηναίων, ενώ καθηγητής είναι και ο νέος δήμαρχος Ηρακλείου, ο Αλέξης Καλοκαιρινός, ο οποίος έκανε την έκπληξη, εκλεγόμενος χωρίς κομματική στήριξη από τον πρώτο μάλιστα γύρο.
Στους ανωτέρω πρέπει να προστεθούν και ολιγάριθμοι καθηγητές που τόλμησαν, έστω και για λίγο, να πολιτευτούν, χωρίς όμως να επιδιώξουν πολιτική καριέρα. Τέτοιοι ήταν ο Παναγιώτης Ζέπος και ο Μίμης Ευρυγένης, προσωπικότητες μεγάλου βεληνεκούς, υπουργοί στην πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974-1975, και, πολύ αργότερα, ο Μιχ. Σταθόπουλος, ο οποίος άφησε το στίγμα του στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Πιο πρόσφατα, στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο Γιάννης Στουρνάρας.
Ισχυρές κατά κανόνα προσωπικότητες, μεγαλωμένοι σε διαφορετικά βέβαια περιβάλλοντα, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: έκαναν καλές σπουδές στην Ελλάδα και σχεδόν πάντοτε στο εξωτερικό, και όταν πραγματοποίησαν το μεγάλο άλμα, βρίσκονταν στο μέσον μιας επιτυχημένης κατ’ αρχήν σταδιοδρομίας. Το αποφάσισαν με φιλοδοξία να προσφέρουν; Από σκέτο αριβισμό; Ή μήπως γιατί η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία στην Ελλάδα, από ένα σημείο και πέρα δεν ικανοποιεί τις θεμιτές φιλοδοξίες ξεχωριστών ανθρώπων;
Το βέβαιο είναι ότι, μαζί με τις εποχές που αλλάζουν, αλλάζουν και τα κίνητρα των ανθρώπων. Αλλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, άλλη η δεκαετία του 1980 και άλλη η περίοδος των μνημονίων.
Είμαι πάντως βέβαιος ότι η κοινή δυσκολία όλων των ανωτέρω, από την πρώτη κιόλας στιγμή που αποφάσισαν να πολιτευτούν, σχετίζεται με την ελευθεροστομία τους. Συνηθισμένοι ως πανεπιστημιακοί να έχουν άποψη και να μη δέχονται υποδείξεις, βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη αναγκασμένοι να πειθαρχούν στην κομματική γραμμή και ενδεχομένως σε «άνωθεν» εντολές. Οσοι το ανέχθηκαν, σταδιοδρόμησαν. Οσοι τουναντίον ενοχλήθηκαν, δεν άργησαν να τα παρατήσουν.
Ερχομαι τώρα στις επιδόσεις των ανωτέρω. Αν παραμερίσει κανείς τον φορμαλισμό των αξιωμάτων και σταθεί στην ουσιαστική προσφορά τους, θα τολμούσα να κάνω την ακόλουθη διάκριση: όσοι, αποφασίζοντας να πολιτευτούν, επέλεξαν συνειδητά να προσαρμοστούν σε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, προχώρησαν. Οσοι μάλιστα πολιτεύτηκαν με επαγγελματισμό και χωρίς να υποχωρήσουν στα βασικά –ήταν ασφαλώς οι λιγότεροι– πέτυχαν. Οσοι, τουναντίον, πίστεψαν ότι μπορούν να συνεχίσουν χωρίς να μετακινήσουν προς τα πίσω, έστω και για λίγο, τις κόκκινες γραμμές που είχαν θέσει στην προηγούμενη ζωή τους, αργά ή γρήγορα απομακρύνθηκαν ή τους απομάκρυναν.
Είμαι βέβαιος ότι η διάκριση αυτή θα σοκάρει τον καλόπιστο αναγνώστη. Πιστεύω, ωστόσο, ότι ένας ολόκληρος κόσμος χωρίζει το πανεπιστήμιο από τη μαχόμενη πολιτική. Δεν αναφέρομαι τόσο στις βασικές αξίες, που για πολλούς παρέμειναν ίδιες, αλλά στον τρόπο που τις υπηρέτησαν. Στο μεν πανεπιστημιακό σπουδαστήριο, ο σκοπός σπανιότατα αγιάζει τα μέσα. Στη Βουλή, τουναντίον, στο δημοτικό συμβούλιο και στα κομματικά όργανα, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Πρόκειται για μια θεμελιώδη διαφορά, που όποιος δεν την έχει επαρκώς συνειδητοποιήσει, φοβάμαι πως θα απογοητευθεί.
Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.