Home Life & Art Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στο προορισμό τους

Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στο προορισμό τους

by bot

Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στο προορισμό τους

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Φραντς Κάφκα «Γράμματα στη Μίλενα», Μετάφραση: Τέα Ανεμογιάννη, εκδ. Κέδρος, σελ. 272

 

«Να γράφεις γράμματα είναι σα να γυμνώνεσαι μπροστά στα φαντάσματα, που το περιμένουν με απληστία. Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στο προορισμό τους. Τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα».

«Ξάφνου μου ‘ρχεται στο νου πως δεν θυμάμαι καμιά συγκεκριμένη λεπτομέρεια του προσώπου σας, το φόρεμά σας, τη στιγμή που φεύγατε ανάμεσα από τα τραπεζάκια του καφενείου, αυτά τα βλέπω ακόμα».

 

Ο Κάφκα στη Μίλενα.

 

Η αλληλογραφία του Φραντς Κάφκα με τη Μίλενα Γέσενσκα άρχισε το 1920, όταν εκείνη μετέφραζε στα τσέχικα τα πρώτα σύντομα διηγήματά του. Η επαγγελματική σχέση τους σύντομα μετατράπηκε σε φλογερό έρωτα που διήρκεσε ως το 1923. Η νεαρή τότε Τσέχα μεταφράστρια τον θαύμαζε και είχε εκτιμήσει τη μεγαλοφυΐα του πολύ πριν από τους περισσότερους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Και εκείνος της εμπιστεύτηκε τα ημερολόγιά του ξεγυμνώνοντας μπροστά της την καρδιά και τη συνείδησή του.

Όποιος έχει διαβάσει αυτά τα γράμματα καταλαβαίνει και την ποιότητα της ασυνήθιστης σχέσης τους, που ξεκινά δειλά το 1920, μετατρέπεται σε φλογερό έρωτα και σβήνει άδοξα δυο χρόνια αργότερα, με ευθύνη μάλλον του Κάφκα «που προτιμά να εγκαταλείπει παρά να τον εγκαταλείπουν».

Τα γράμματα αυτά κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πλούσια αλληλογραφία του Κάφκα. Είναι ακριβή στη διατύπωσή τους και άψογα στον συμβολισμό τους. Μεστά από ανθρώπινο μεγαλείο αλλά και αδυναμία, πάθος αλλά και δειλία, μαρτυρούν μια συνταρακτική ιστορία αγάπης που παρέμεινε επί της ουσίας σχέση δι’ αλληλογραφίας.

Ωστόσο ο Κάφκα ισχυριζόταν ότι μισούσε την αλληλογραφία. Εν τούτοις, όλα τα σημαντικά και τα δύσκολα, ό,τι είχε να πει, στον πατέρα του, στην αγαπημένη, μόνο μέσα από επιστολές μπορούσε να τα εκφράσει. Έτσι έχουμε εκτός από «Τα ημερολόγια 1910-1923» που κυκλοφόρησαν από τον Εξάντα το 1998 και το 2018, το «Γράμμα στον πατέρα» (Μεταίχμιο, 2019) ή «Επιστολή προς τον πατέρα» (Ίνδικτος, 2003), τα «Γράμματα στην Ότλα» την αδελφή του (Κέδρος, 1988), τα «Γράμματα στη Φελίτσε» την αρραβωνιαστικιά του (Γαβριηλίδης, 2007), τα «Γράμματα στη Μίλενα» που επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα από τον Κέδρο σε μετάφραση Τέας Ανεμογιάννη.

 

Η σχέση και η αλληλογραφία τους:

 

Όταν γνωρίζονται ο συγγραφέας της «Δίκης» είναι 38 ετών, με επιβαρυμένη την έτσι κι αλλιώς εύθραυστη υγεία του, και εκείνη μόλις 24, μια ανήσυχη μεταφράστρια και επιφυλλιδογράφος, παντρεμένη με τον Αυστριακό κριτικό Ερνστ Πόλακ. Ζει μαζί του στη Βιέννη, αλλά ο γάμος τους είναι ουσιαστικά νεκρός. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Νίκολας Μάρεϊ, όταν αλληλογραφούσαν οι δυο εραστές, ο Κάφκα δεν γνώριζε σε βάθος τις ταλαιπωρίες, τις ταπεινώσεις, τον αγώνα επιβίωσης της Μίλενα στην αυστριακή πρωτεύουσα και ούτε θα τα μάθει ποτέ.

Όλα αυτά θα τα πληροφορηθεί η Μαργκαρέτε Νόυμαν από την ίδια, τις ατέλειωτες νύχτες στο κολαστήριο του Ράβενσμπρουκ και θα τα διασώσει στο βιβλίο «Μίλενα από την Πράγα» που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από την Κίχλη, σε μετάφραση της Τούλας Σιετή, με επίμετρο και επιμέλεια της Αδριανής Δημακοπούλου.

Ο ποιητής, κυριολεκτικά χαμένος στη βασανιστική αυτοανάλυση, επικοινωνεί τον αδιέξοδο έρωτά του. Η παθιασμένη, κυρίως, επιστολική σχέση με την 24χρονη μεταφράστριά του «υποσκάπτει», λέει ο Ροθ, «ακόμα περισσότερο το ηθικό του από ό,τι οι αρραβώνες με τις καλές εβραιοπούλες που τόσο τον τρομοκρατούσαν». Η «κυρία Μίλενα» των επιστολών παραμένει ένα φάσμα.
Η μεγάλη σχέση της Μίλενας με τον Κάφκα, η οποία έμεινε ανολοκλήρωτη και φασματική, αποτελεί το μέτρο για όλες τις άλλες της σχέσεις και τους άνδρες της ζωής της. Δεσπόζοντας σε όλο το μάκρος της ζωής της, η βαριά σκιά του «ποιητή» αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη της στη ζωή της Μίλενας, αλλά σκιάζει και τη μεταθανάτια μνήμη της. Αυτή εξάλλου είναι και η σημασία της σχεδόν κρατυλικής εξήγησης του ονόματος της ηρωίδας και της μοίρας που τη συνοδεύει: «Το όνομα Μίλενα σημαίνει στα τσέχικα ερώσα αλλά και ερωμένη, και, σαν να ήταν γραφτό της, έρωτας και φιλία έμελλε να κυριαρχήσουν σ’ ολόκληρη τη ζωή της Μίλενας, να γίνουν η μοίρα της», όπως έχει επισημάνει σε κείμενό του ο Αριστοτέλης Σαίνης.
Συζήτηση που ήδη έχει απασχολήσει το ζεύγος Κάφκα-Μίλενα στην αλληλογραφία τους, με τον Κάφκα να ισχυρίζεται ότι πράγματι το αναμφίβολα τσέχικο υποκοριστικό «Μίλενκα» σημαίνει «αγαπημένη».

Ωστόσο, η λογοτεχνική ζωή της Μίλενα δεν σταματά με τον θάνατο του Κάφκα το 1924, όπως αβασάνιστα υιοθέτησαν κάποιοι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αντιθέτως, επιστρέφοντας το 1925 στην Πράγα, έπειτα από απουσία επτά ετών, και ελεύθερη πια από τα συζυγικά δεσμά, θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό στους φιλολογικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους. Θα συνεργαστεί με τις εγκυρότερες εφημερίδες της πόλης, θα διαγράψει μια εντυπωσιακή τροχιά ως αρθρογράφος, κριτικός, αρχισυντάκτρια, και το 1927 θα παντρευτεί τον φημισμένο αρχιτέκτονα Γιάρομιρ Κρέιτσαρ, με τον οποίο θα αποκτήσει και τη μοναχοκόρη της Χόνζα. Μια επιπλοκή όμως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της προκάλεσε ένα είδος παράλυσης, που είχε αργότερα ως συνέπεια το ένα πόδι της να παραμείνει αλύγιστο. Παρά την εμφανή πια αναπηρία της, η Μίλενα στρατεύεται με πάθος στην υπεράσπιση της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας, που εποφθαλμιά ο Χίτλερ μετά την «ενσωμάτωση» της Αυστρίας. Ωστόσο, με τη βοήθεια των Βρετανών θα στήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο φυγάδευσης στο εξωτερικό γνωστών προσωπικοτήτων της εβραϊκής καλλιτεχνικής κοινότητας. Το σπίτι της θα γίνει παράνομο στέκι, κρυψώνα, ορμητήριο αντιστασιακών. Λίγους μήνες αργότερα, το δίκτυο θα εξαρθρωθεί από την Γκεστάπο και η ίδια θα συλληφθεί και θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Εκεί, μέσα στον ζόφο και την αθλιότητα, την πείνα, τις μολυσματικές ασθένειες και τις εκτελέσεις, θα λάμψει ακόμη μια φορά το άστρο της, η πολυσχιδής προσωπικότητά της, τα ηγετικά της προσόντα, που θα αναγκάσουν ακόμη και τους Ες-Ες να τη σεβαστούν. Η Μίλενα θα χάσει τη ζωή της στις 17 Μαΐου 1944, σχεδόν ένα χρόνο πριν από την απελευθέρωση.

 

Αποσπάσματα από τα γράμματα του Κάφκα:

 

«Κι όμως, θα ‘ναι ψέμα να πω πως μου λείπετε, είναι η πιο τέλεια, η πιο αλγεινή μαγεία, είσαστε εδώ όσο κι εγώ, και περισσότερο. Όπου είμαι είσαστε όσο κι εγώ, και περισσότερο.»

«Σήμερα είδα ένα χάρτη της Βιέννης και για μια στιγμή μου φάνηκε ακατανόητο που ‘χτισαν μια τόσο μεγάλη πολιτεία, ενώ εσύ δε χρειάζεσαι παρά μόνο ένα δωμάτιο.»

«Και παρ’ όλα αυτά σκέφτομαι καμιά φορά: αν μπορεί να πεθάνει κανείς από ευτυχία, αυτό πρέπει να συμβεί σε μένα. Και αν ένας άνθρωπος προορισμένος να πεθάνει, μπορεί να μείνει στη ζωή από ευτυχία, τότε θα μείνω στη ζωή.»

«Χτες βρήκα τον τάφο. Αν τον γυρέψεις δειλά είναι σχεδόν αδύνατο να τον βρεις. Δεν ήξερα πως ήταν ο τάφος της οικογένειας της μητέρας σου ούτε και μπορεί κανείς να διαβάσει τις επιγραφές -ο χρυσός έχει σχεδόν τελείως φύγει- εκτός κι αν σκύψει προσεκτικά. Έμεινα ώρα πολλή εκεί, ο τάφος είναι ωραίος, άφθαρτος μες την πέτρα του, χωρίς καθόλου λουλούδια, ποτέ δεν κατάλαβα τι σημαίνουν όλ’ αυτά τα λουλούδια πάνω στους τάφους. Απίθωσα λίγα ποικιλόμορφα γαρίφαλα άκρη άκρη στο χείλος. Ένιωθα καλύτερα στο νεκροταφείο παρά στην πόλη, κι αυτή η αίσθηση διάρκεσε, στην πόλη περπάτησα ώρα πολλή, όπως περπατάει κανείς σ’ ένα νεκροταφείο.»

«Ούτε είναι ακριβώς αγάπη άμα λέω πως μου είσαι ακριβαγάπητη. Αγάπη είναι ότι είσαι το μαχαίρι που στρίβω μέσα μου.»

«Πολύ καιρόν έχω να σας γράψω, κυρία Μίλενα, μα και σήμερα σας γράφω εξαιτίας ενός μόνο ενός “ξαφνικού”. Δεν είναι ανάγκη να δικαιολογηθώ που δεν έγραψα, ξέρετε πόσο μισώ τα γράμματα. Αιτία όλης της δυστυχίας της ζωής μου – δεν το λέω για να παραπονεθώ, απλώς κάνω μια γενικά διδακτική παρατήρηση – είναι, θα ’λεγε κανείς, τα γράμματα ή η δυνατότητα να γράφω γράμματα. Οι άνθρωποι σχεδόν ποτέ δεν με γέλασαν, τα γράμματα όμως πάντα, και μάλιστα όχι των άλλων αλλά τα δικά μου. […] Η μεγάλη ευκολία να γράφεις γράμματα πρέπει να έφερε στον κόσμο –από άποψη καθαρά θεωρητική– μια τρομερή αποσύνθεση των ψυχών: στην πραγματικότητα, είναι μια επικοινωνία με φαντάσματα, κι όχι μονάχα με το φάντασμα του παραλήπτη αλλά και με το δικό σου φάντασμα, που αναπτύσσεται κάτω από το χέρι που γράφει ένα γράμμα, και μάλιστα σε μια σειρά γράμματα όπου το ένα επιβεβαιώνει το άλλο και μπορεί να το επικαλεστεί ως μάρτυρα. Πώς μας ήρθε η ιδέα και μόνο ότι οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με γράμμα! Ένα μακρινό πρόσωπο μπορείς να το σκεφτείς, ένα κοντινό να το πιάσεις, όλα τα άλλα ξεπερνούν την ανθρώπινη δύναμη. Να γράφεις γράμματα είναι να γυμνώνεσαι μπροστά στα φαντάσματα, που τα περιμένουν με απληστία. Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους. Τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα. Με αυτήν την πλούσια τροφή πολλαπλασιάζονται καταπληκτικά.»

 

Franz Kafka

 

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

 

Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα από γονείς Εβραίους: από έναν πατέρα αυταρχικό, που κατόρθωσε να γίνει εύπορος υφασματέμπορος, κι από μια μάνα τρυφερή που, αντίθετα με τον πατέρα του, είχε μεγαλώσει μέσα σ’ έναν περίγυρο βαθιά μορφωμένων ανθρώπων. Ο Φραντς ήταν ο πρωτότοκος. Είχε τρεις αδελφές και δύο αδελφούς, οι οποίοι πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και κυρίως οι σχέσεις με τον αυταρχικό και άξεστο πατέρα του, στοίχειωσαν τη ζωή του.
Μετά το γυμνάσιο, υπακούοντας στην επιθυμία του πατέρα του, ο Κάφκα αφού παρακολούθησε ορισμένα πανεπιστημιακά μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, σπούδασε τελικά νομικά. Στο πανεπιστήμιο γνωρίστηκε με διάφορους γερμανόφωνους εκκολαπτόμενους λογοτέχνες όπως ο Μαξ Μπροντ, που έγινε επιστήθιος φίλος του. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες του αφιέρωνε στο γράψιμο. Αυτό ήταν το μεγάλο του πάθος. Ήξερε ότι ο προορισμός του ήταν το γράψιμο, αλλά δεν κατάφερε -δεν τόλμησε- να το κάνει επάγγελμά του. Ελάχιστα κείμενά του δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, όπως η περίφημη «Μεταμόρφωση» (1916), «Η αποικία των τιμωρημένων», το «Ένας αγροτικός γιατρός», καθώς και «Το γράμμα στον πατέρα» (1919). Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του Μπροντ και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. Άλλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο -με τη συμπαράσταση της αδελφής του Ότλα. Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πέθανε όμως φυματικός στις 3 Ιουνίου του 1924. Γενικά, η ζωή του υπήρξε απλή, χωρίς πολλές μετακινήσεις και μακρινά ταξίδια. Χωρίς “μεγάλες συναντήσεις”. Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: «Η δίκη» (1925), «Ο Πύργος» (1926), «Αμερική» (1927).
Μ’ όλο που έχει διασωθεί ένα πολυσέλιδο ημερολόγιό του (3.000 σελ.), πολλά από τη ζωή του Κάφκα παραμένουν άγνωστα. Τούτο οφείλεται ιδιαίτερα στα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1933 και 1945: Στο Βερολίνο, στο σπίτι της Dora Diamant, της πιστής φίλης του στα ύστερα χρόνια της ζωής του, κατασχέθηκε από τη Γκεστάπο μια δέσμη από χειρόγραφά του που θεωρούνται σήμερα χαμένα. Το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση των έργων του. Οι μάρτυρες της ζωής του, οι τρεις αδελφές του, φίλοι, συγγενείς, θανατώθηκαν από τους Ναζί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα αρχεία καταστράφηκαν. Η βιβλιοθήκη και πολλά γράμματά του χάθηκαν. Το έργο του, αρχικά γνωστό σ’ ένα μικρό μόνο λογοτεχνικό κύκλο της Γερμανίας, διαδόθηκε μετά το θάνατό του στη Γαλλία, χάρη στους H. Breton, A. Camus και J. P. Sartre, ύστερα στην Αγγλία και Αμερική και τελευταία στη Ρωσία. Οι πρώτες μεταφράσεις στα Τσεχικά δημοσιεύτηκαν το 1957 στην Πράγα.

You may also like

artpointview.gr @ 2024