«Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» της Κάρσον ΜακΚάλερς – μτφρ. Έφη Τσιρώνη. Κυκλοφόρησε στις 18 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Λενόρα Πέντερτον δεν φοβόταν ούτε τους ανθρώπους ούτε τα κτήνη ούτε τον διάβολο· τον Θεό δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ. Στην αναφορά του ονόματος του Κυρίου σκεφτόταν μόνο τον πατέρα της, που καμιά φορά τα κυριακάτικα απογεύματα διάβαζε την Αγία Γραφή. Απ’ αυτό το βιβλίο δύο πράγματα θυμόταν καθαρά: το ένα ότι ο Ίησούς είχε σταυρωθεί σε ένα ύψωμα που το έλεγαν Γολγοθά – το δεύτερο ότι κάποτε είχε πάει κάπου καβάλα σε ένα γαϊδούρι, και ποιος άνθρωπος λογικός θα ήθελε ποτέ να ιππεύσει γαϊδούρι;
Μέσα σε πέντε λεπτά η Λενόρα Πέντερτον είχε ξεχάσει τη σκηνή με τον άντρα της. Άνοιξε το νερό για να γεμίσει την μπανιέρα κι έβγαλε τα ρούχα που θα φορούσε απόψε. Η κυρία Πέντερτον ήταν το αντικείμενο ζωηρού κουτσομπολιού στις τάξεις των υπόλοιπων κυριών του στρατοπέδου. Κατά τα λεγόμενά τους, οι προηγούμενοι και οι τωρινοί παράνομοι δεσμοί της ήταν ένα πλούσιο σύμφυρμα ερωτικών άθλων. Ωστόσο, τα περισσότερα απ’ όσα έλεγαν αυτές οι γυναίκες δεν ήταν παρά φήμες και εικασίες – γιατί η Λενόρα Πέντερτον ήταν άτομο που του άρεσε η βολή του και απέφευγε τα μπλεξίματα. Όταν παντρεύτηκε τον λοχαγό, ήταν παρθένα. Τέσσερις νύχτες μετά τον γάμο ήταν ακόμα παρθένα και το πέμπτο βράδυ η κατάστασή της άλλαξε μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να την αφήσει με μια μικρή απορία. Όσο για τα υπόλοιπα, ήταν δύσκολο να πεις. Κατά πάσα πιθανότητα, η ίδια λογάριαζε τις περιπέτειές της με ένα δικό της σύστημα μέτρησης – δίνοντας στον γέρο συνταγματάρχη στο Λίβενγουορθ μόνο μισό πόντο και στον νεαρό υπολοχαγό στη Χαβάη κάμποσους. Τώρα όμως, τα τελευταία δύο χρόνια, υπήρχε μόνο ο ταγματάρχης Μόρις Λάνγκτον και κανένας άλλος. Αυτός της έφτανε.
Στο στρατόπεδο, η Λενόρα Πέντερτον απολάμβανε τη φήμη της καλής οικοδέσποινας, της εξαιρετικής αθλήτριας, ακόμα και της σπουδαίας κυρίας. Είχε ωστόσο κάτι που μπέρδευε τους φίλους και τους γνωστούς της. Όλοι τους διαισθάνονταν ότι υπήρχε ένα στοιχείο της προσωπικότητάς της που δεν μπορούσαν επακριβώς να προσδιορίσουν. Η αλήθεια ήταν πως η Λενόρα δεν διέθετε και το πιο λαμπρό πνεύμα.
Αυτό το ατυχές γεγονός δεν αποκαλυπτόταν στις κοινωνικές συγκεντρώσεις ή στους στάβλους ή στο τραπέζι του φαγητού. Μόνο τρία άτομα είχαν καταλάβει το έλλειμμά της: ο γεροπατέρας της, ο Στρατηγός, που είχε ανησυχήσει πάρα πολύ μέχρι να τη δει παντρεμένη κι αποκαταστημένη· ο σύζυγός της, ο οποίος το αντιμετώπιζε ως κάτι φυσικό για όλες τις γυναίκες κάτω των σαράντα· και ο ταγματάρχης Μόρις Λάνγκτον, που εξαιτίας του τη λάτρευε ακόμα περισσότερο. Ακόμα και επί ποινή θανάτου, της ήταν αδύνατον να υπολογίσει πόσο έκανε δώδεκα επί δεκατρία. Αν ποτέ παρουσιαζόταν η ανάγκη να συντάξει μία επιστολή, όπως, ας πούμε, ένα ευχαριστήριο σημείωμα στον θείο της για την επιταγή που της είχε στείλει στα γενέθλιά της ή ένα γράμμα για να παραγγείλει καινούρια γκέμια, το εγχείρημα βάραινε στους ώμους της σαν τη χειρότερη αγγαρεία. Η κυρία Πέντερτον κλεινόταν μαζί με τη Σούζι στην κουζίνα, σε ακαδημαϊκή απομόνωση. Οι δυο τους κάθονταν σε ένα τραπέζι εξοπλισμένο με άφθονα επιστολόχαρτα και κάμποσα καλοξυσμένα μολύβια. Έπειτα, όταν η τελική εκδοχή του χειρογράφου είχε ολοκληρωθεί και αντιγραφεί, η εξουθένωση που τις είχε καταβάλει έκανε επιτακτική την ανάγκη ενός χαλαρού, αναζωογονητικού ποτού.
Εκείνο το βράδυ η Λενόρα Πέντερτον απόλαυσε το ζεστό μπάνιο της. Ντύθηκε αργά με τα ρούχα που είχε ήδη βγάλει κι απλώσει πάνω στο κρεβάτι. Φόρεσε μια απλή γκρίζα φούστα, ένα γαλάζιο ανκορά πουλόβερ και μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Ξανακατέβηκε κάτω στις εφτά, για να διαπιστώσει ότι οι καλεσμένοι της την περίμεναν.
Εκείνη και ο ταγματάρχης βρήκαν το φαγητό πρώτης τάξεως. Ξεκίνησαν με ένα κονσομέ. Μετά, με το χοιρομέρι, έφαγαν πλούσιες, λιπαρές ρέβες και καραμελωμένες γλυκοπατάτες με κεχριμπαρένιο χρώμα κάτω από το πλούσιο, γλυκό γλάσο τους. Ύπήρχαν ψωμάκια και ζεστή πουτίγκα καλαμποκόψωμου. Η Σούζι σέρβιρε τα λαχανικά μόνο μία φορά κι έπειτα άφησε τις πιατέλες στο τραπέζι, ανάμεσα στον ταγματάρχη και στη Λενόρα, αφού αυτοί οι δυο ήταν οι φαγάδες. Ο ταγματάρχης καθόταν με τον έναν αγκώνα του στηριγμένο στο τραπέζι, πολύ άνετος, σαν να βρισκόταν σπίτι του. Το ηλιοκαμένο, κοκκινωπό πρόσωπό του είχε μια βλακώδη, πρόσχαρη και φιλική έκφραση· ήταν πολύ δημοφιλής, τόσο στις τάξεις των αξιωματικών όσο και σε αυτές των οπλιτών. Με την εξαίρεση της αναφοράς του ατυχήματος του Φαϊαρμπέρντ, δεν έγιναν άλλες συζητήσεις στο τραπέζι. Η κυρία Λάνγκτον σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό της. Ήταν μια μικροκαμωμένη, μελαχρινή, εύθραυστη γυναίκα με μεγάλη μύτη και τρυφερό, ευαίσθητο στόμα. Ήταν πολύ άρρωστη και της φαινόταν. Η ασθένειά της δεν ήταν μόνο οργανική· η θλίψη και το άγχος την είχαν βασανίσει τόσο πολύ, που πλέον πλησίαζε στα όρια της κλινικής παραφροσύνης. Ο λοχαγός Πέντερτον καθόταν με την πλάτη ολόισια και τους αγκώνες του κολλημένους στα πλευρά του. Κάποια στιγμή συνεχάρη με αβρότητα τον ταγματάρχη για ένα μετάλλιο που του είχε απονεμηθεί. Αρκετές φορές στη διάρκεια του δείπνου χτύπησε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του το χείλος του ποτηριού του νερού του κι άκουσε το κρυστάλλινο, όλο ηχώ καμπάνισμά του. Το δείπνο ολοκληρώθηκε με το επιδόρπιο, μια ζεστή τάρτα με ψιλοκομμένα, γλασαρισμένα φρούτα. Μετά οι τέσσερίς τους πήγαν στο καθιστικό για να τελειώσουν τη βραδιά τους με χαρτί και κουβεντούλα.
«Αγαπητή μου», είπε με άνεση ο ταγματάρχης, «είσαι διαολεμένα καλή μαγείρισσα!»
Οι τέσσερις συνδαιτυμόνες στο τραπέζι δεν ήταν μόνοι τους. Στο φθινοπωρινό σκοτάδι έξω από το παράθυρο έστεκε κάποιος που τους παρακολουθούσε σιωπηλός. Η νύχτα ήταν κρύα και το καθαρό άρωμα των πεύκων γέμιζε με αψάδα τον αέρα. Στο δάσος εκεί κοντά ένας άνεμος τραγουδούσε. Ο ουρανός λαμπύριζε από παγερά άστρα. Ο άντρας που τους παρακολουθούσε στεκόταν τόσο κοντά στο παράθυρο, που η ανάσα του θόλωνε το κρύο τζάμι.
Ο οπλίτης Γουίλιαμς είχε πράγματι δει την κυρία Πέντερτον να φεύγει από το τζάκι και να ανεβαίνει επάνω για να κάνει το μπάνιο της. Την είχε δει, και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που αυτός ο νεαρός στρατιώτης έβλεπε γυμνή γυναίκα. Είχε μεγαλώσει σε ένα σπίτι μόνο με αρσενικά. Από τον πατέρα του, που είχε ένα μικρό αγρόκτημα και τις Κυριακές κήρυττε σε μια εκκλησία του Αγιαστικού Κινήματος, είχε μάθει ότι οι γυναίκες κουβαλούσαν μέσα τους μια θανατηφόρα μεταδοτική αρρώστια, που τύφλωνε και σακάτευε τους άντρες και τους καταδίκαζε σε αιώνια κόλαση. Και στον στρατό είχε ακούσει επίσης πολλά γι’ αυτή την κακιά αρρώστια, και μάλιστα, μια φορά τον μήνα, ο γιατρός τον εξέταζε κι εκείνον για να δει αν είχε αγγίξει γυναίκα. Ο οπλίτης Γουίλιαμς δεν είχε αγγίξει, κοιτάξει ή μιλήσει σε θηλυκό με τη θέλησή του από τότε που ήταν οχτώ ετών.
Είχε καθυστερήσει μαζεύοντας αρμαθιές νοτισμένων, δύσοσμων φύλλων εκεί πίσω, στο δάσος. Όταν τελείωσε επιτέλους και με αυτή την αγγαρεία, είχε διασχίσει την πρασιά του λοχαγού για να πάει στο βραδινό φαγητό. Περνώντας μπροστά από το κατάφωτο χολ του σπιτιού, είχε ρίξει τυχαία μια ματιά μέσα. Κι από εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταφέρει να ξεκολλήσει. Τώρα στεκόταν ακίνητος στη σιωπηλή νύχτα, με τα χέρια του να κρέμονται άνευρα στα πλευρά του. Όταν έκοψαν το χοιρομέρι στο τραπέζι του δείπνου, ξεροκατάπιε και σάλια γέμισαν το στόμα του. Κράτησε όμως το σοβαρό, βαθύ βλέμμα του στυλωμένο στη γυναίκα του λοχαγού. Η εμπειρία που βίωνε δεν είχε αλλάξει το ύφος στο βουβό πρόσωπό του, κάθε τόσο όμως ο Γουίλιαμς στένευε τα χρυσοκάστανα μάτια του λες και σχεδίαζε κάποια πανέξυπνη πλεκτάνη. Όταν η γυναίκα του λοχαγού βγήκε από την τραπεζαρία, εκείνος έμεινε στη θέση του για κάμποση ώρα ακόμα. Μετά, πολύ αργά, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Το φως πίσω του έριχνε τη σκιά του, μεγάλη και θολή, πάνω στο λείο γρασίδι της πρασιάς. Ο στρατιώτης προχωρούσε σαν άντρας που τον βάραινε άσχημο όνειρο, τα βήματά του ήταν άηχα.
ΠΗΓΗ
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σ’ ένα πληκτικό στρατόπεδο στην Αμερική του μεσοπολέμου, ο λοχαγός Πέντερτον παλεύει σιωπηλά με την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, ενώ η όμορφη γυναίκα του, η Λενόρα, τον απατά με έναν άλλο αξιωματικό, που ο γάμος του περνά επίσης κρίση.
Ένας νεαρός στρατιώτης, που παθαίνει εμμονή με τη Λενόρα, θα γίνει ο καταλύτης και θα έρθουν στο φως όλα τα προβλήματα και τα κρυμμένα πάθη των δύο ζευγαριών. Μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του στρατοπέδου, η ένταση ανάμεσά τους αυξάνεται, οδηγώντας σε μια αναπόφευκτη καταστροφή.
Το βιβλίο Ανταύγειες σε χρυσά μάτια κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1941 προκαλώντας μεγάλη αίσθηση στους λογοτεχνικούς και όχι μόνο κύκλους. Το σύντομο σε έκταση βιβλίο γράφτηκε όταν η McCullers ήταν μόλις εικοσιτεσσάρων ετών και αποκαλύπτει την πλοκή του από την πρώτη κιόλας σελίδα.
Η ευφυής πρόζα της ιστορίας, αποκαλύπτει με τον αριστοτεχνικό τρόπο της συγγραφέα την μοναχικότητα των ζωών των ηρώων της που ζουν ζωές βασισμένες στο ψέμα. Είναι ένα από τα πρώτα βιβλία της εποχής του που τολμά να αγγίξει θεματικές όπως είναι η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, τόσο ομοφυλοφιλική όσο και ετεροφυλόφιλη, η ηδονοβλεψία και τέλος να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα κλιμακούμενης έντασης μέχρι το προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο τέλος.
To βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον John Huston με πρωταγωνιστές την Elizabeth Taylor και τον Marlon Brando.