Έπεσε νεκρός στη μάχη για την ελευθερία. Τόλμησα, τον πλησίασα και σιγορώτησα δειλά: Ελευθερώθηκες;
Οργίλος ο νεκρός, ακίνητος, ωχρός, κραύγασε, θαρρώ πως σκίζει ακόμα ουρανούς απόκοσμη η φωνή του. Πώς να απαντήσει ένας νεκρός που μία ζωή επευφημούσε και μετάνιωνε σαν λαός εξαπατημένος; Πώς, ένας που έφυγε εξαντλημένος απ’ την επιβίωση κι όχι απ’ τη ζωή; Δεν είδες τάχα σου ποτέ πως είχα σύνδρομο μη κατανόησης, κι ως μόνος ήμουν πάντα ευτυχής;
Παρέλειψα πως βρήκαν μήνυμα στην τσέπη του: πέστε στα φιλαράκια μου πως έζησα πανέμορφα, δίχως απωθημένα, απλώς μου έτυχε κάπως νωρίτερα αυτό που περιμένετε εσείς εναγωνίως.