Οι βιολέτες του Επιταφίου
Mία από τις ιστορίες της Ιριδας Κρητικού με τίτλο “Oι βιολέτες του Επιταφίου” περιλαμβάνεται στο βιβλίο της “Hortus Coclusus – Τριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης άνοιξης” – Με τριάντα έξι έργα του Νεκτάριου Αποσπόρη
εκδόσεις ΕΛΙΞ
Μεγάλο Σάββατο πρωί στη λαϊκή της Καλλιδρομίου στη συμβολή με τη Χαριλάου Τρικούπη τις είδα.
Την προηγούμενη εβδομάδα μέσα στους πλαστικούς κουβάδες του είχε μόνο λευκές και σκούρες μωβ, με σιγουριά θυμάμαι. Μα σήμερα, είχε σκοπίμως φέρει τις μωβ τις ανοιχτόχρωμες του πένθους, εκείνες με το σπάνιο ελαφρώς ξέθωρο χρώμα που χαρίζει το δικαιωματικό όνομα του στο λουλούδι, ετούτες τις μονάκριβες τις βιολετί με τη λιγωτική ευωδιά του Επιταφίου που μου φέρνει δάκρυα, ίσως γιατί υποδόρια μου θυμίζει τους δικούς μου τους νεκρούς.
Έτρεξα προς το μέρος του ανθοπώλη και ίσα που πρόλαβα να αδράξω το τελευταίο του μάτσο διαλέγοντάς τους για παρέα και μια αγκαλιά λευκές. Τις έβαλα στο αυτοκίνητο που ήταν κοντά, αρνούμενη να τις στριμώξω βάναυσα στην πάνινη τσάντα των αγορών, ανάμεσα σε πράσα, ντοματούλες, κρεμμυδάκια και άλλα χρειώδη συναφή της πασχαλινής λίστας.
Στο σπίτι λίγο αργότερα, τους διάλεξα μια αγαπημένη μου λευκή οπαλίνα. Στο κέντρο του τραπεζιού ακούμπησα τις βιολέτες μου προσεκτικά, ανάβοντάς τους για συντροφιά ένα φίνο γαλλικό κερί από το κρυφό μου απόθεμα που μύριζε λιβάνι.
Κι ήταν τότε ξανά Μεγάλη Παρασκευή κι ας ήταν πια Μεγάλο Σάββατο. Κι ας ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν είχα μπει σε εκκλησία Μεγάλη Παρασκευή για να μυρίσω τα άνθη του Επιταφίου
Κι ήταν τότε ξανά Μεγάλη Παρασκευή.
Ώρα τέσσερις. Πρώτη Ανάσταση, με βιολέτες στο χέρι στο οικείο νεκροταφείο του νησιού.
Ώρα έξι. Απόγευμα στα τελειώματά του, να γέρνει, όλο να γέρνει το τελευταίο φως της μέρας στα μαυρόασπρα πλακάκια της Μητρόπολης. Άκρα του τάφου σιωπή, με κρέπια μωβ βυζαντινά στους κρεμαστούς πολυελαίους με μωβ κορδέλες μνήμης, περασμένες στο στασίδι του Καποδίστρια. Με μωβ βιολέτες, λίκνο πένθιμο, δοξαστικό ευφραντικό του Επιταφίου.
Ώρα εννιά. Νύχτα Μεγάλης Παρασκευής στην προκυμαία της Αίγινας μπροστά στο Δημαρχείο, εκεί που συναντιούνται τελετουργικά οι επιτάφιοι της πόλης. Ορθώνοντας το ωραίο παράστημά τους σαν σε κονταροχτύπημα ιπποτών, σαν σε αρχαίο μύθο τριπλών θείων καλλιστείων. Ραίνοντας τους περαστικούς στο διάβα τους με λιγωτικό άρωμα βιολέτας. Ψέλνοντας με θρηνωδία λυτρωτική την Άνοιξη που εχάθη.
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας,
εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους,
προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν,
κατά του Ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω,
νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;