Μιναμάτα ή σοβαρή δηλητηρίαση από υδράργυρο. Μια νέα ταινία φέρνει στο προσκήνιο την τραγική ιστορία των κατοίκων μιας πόλης
Εξήντα χρόνια πριν από την τραγωδία της Φουκουσίμα, η Ιαπωνία χτυπήθηκε από μία άλλη περιβαλλοντική καταστροφή. Οι περισσότεροι σήμερα την έχουν ξεχάσει και το μόνο που μένει για να τη θυμίζει είναι η ασθένεια που φέρει το όνομα αυτής της μικρής παραθαλάσσιας πόλης: Μιναμάτα ή σοβαρή δηλητηρίαση από υδράργυρο. Τώρα, μία νέα ταινία για μία από τις χειρότερες περιπτώσεις δηλητηριάσεων από βιομηχανία φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την ιστορία της πόλης Μιναμάτα και των κατοίκων της, πολλοί εκ των οποίων νιώθουν ότι δεν έχουν δικαιωθεί, έως και σήμερα.
Η Μιναμάτα είναι ένα ψαροχώρι στη νοτιοδυτική Ιαπωνία. Τη δεκαετία του 1950, οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να αρρωσταίνουν βαριά, λόγω σοβαρής δηλητηρίασης από υδράργυρο, από τα μολυσμένα ψάρια του κόλπου της. Όμως χρειάστηκε να περάσουν μήνες πριν να διαπιστωθεί ότι υπεύθυνη ήταν η βιομηχανία χημικών Chisso, η οποία πετούσε ένα παράγωγο του υδραργύρου στον κόλπο από το 1932. Θα πέρναγαν χρόνια ώσπου η εταιρεία να παραδεχθεί τις ευθύνες της και να αποζημιώσει έστω μερικά από τα θύματα.
Η ασθένεια που ονομάστηκε Μιναμάτα υπολογίζεται ότι έχει προκαλέσει πάνω από 1.500 θανάτους και χιλιάδες σοβαρές αναπηρίες ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης.
Το 1971, ο Αμερικανός φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ και η σύζυγός του, Αϊλίν, «ξεσκέπασαν» την υπόθεση, δημοσιεύοντας τις πρώτες φωτογραφίες των θυμάτων της Μιναμάτα στο περιοδικό Life.
Φέτος, η ταινία για τη ζωή του Σμιθ προβάλλεται στους κινηματογράφους, με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ.
Η φωτογραφία – σύμβολο
Μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, που δείχνει μία γυναίκα να πλένει με φροντίδα το σοβαρά παραμορφωμένο παιδί της, μέσα σε μία παραδοσιακή ιαπωνική μπανιέρα, αποτυπώνει τις τραγικές συνέπειες της ασθένειας Μιναμάτα στο σώμα και το πνεύμα των θυμάτων.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1971, όταν η γυναίκα που απεικονίζεται, η Ριόκο Ουεμούρα και ο σύζυγός της, δέχθηκαν να αφήσουν τον Σμιθ να φωτογραφίσει την 15χρονη κόρη τους, Τομόκο, για να τραβήξουν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας στην τραγωδία της πόλης τους.
Η Τομόκο είχε δηλητηριαστεί από υδράργυρο όταν ακόμα βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας της. Πέντε χρόνια μετά τη φωτογράφισή της από τον Σμιθ πέθανε. Όμως η φωτογραφία της εκτίθεται μέχρι και σήμερα στο μουσείο Smithsonian της Ουάσιγκτον.
Φωτογραφίζοντας αεροπλάνα
Γεννημένος στις 30 Δεκεμβρίου του 1918, ο Γουίλιαμ Γουτζίν Σμιθ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς φωτογράφους και ο «πατέρας» του δημοσιογραφικού φωτορεπορτάζ.
Τελειομανής και εμμονικός, ο Σμιθ ήταν πολύ δύσκολος στη συνεργασία. Η μανία του με τη δουλειά του του κόστισε δύο γάμους και τον καταδίκασε σε μία ζωή καταχρήσεων. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών.
Όπως τα περισσότερα παιδιά, ο Γιουτζίν Σμιθ λάτρευε τα αεροπλάνα. Στα 9 του χρόνια, παρακαλούσε τη μητέρα του να του αγοράσει φωτογραφίες αεροπλάνων, όμως εκείνη ήταν φωτογράφος και έτσι του χάρισε την παλιά της μηχανή, ελπίζοντας ότι θα τραβούσε μόνος του τις εικόνες που τόσο ήθελε.
Αυτές ακριβώς οι φωτογραφίες αεροπλάνων, που έβγαζε στα 14 του στο αεροδρόμιο της Γουιτσιτά, θα γίνονταν το πρώτο βήμα της σπουδαίας καριέρας του. Όταν τις είδε ο βραβευμένος με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ Φρανκ Νόελ, του πρότεινε να συνεργαστεί με τα έντυπα της περιοχής. Δύο χρόνια αργότερα, άρχισε να δουλεύει για δύο τοπικές εφημερίδες.
Το 1936, όταν ο πατέρας του αυτοκτόνησε με όπλο στο πάρκινγκ ενός νοσοκομείου, η υπερβολή με την οποία καλύφθηκε το θέμα αυτό από τις εφημερίδες, έκανε τον Σμιθ να μισήσει την κίτρινη δημοσιογραφία και λίγο έλειψε να τον πείσει να τα παρατήσει. Όταν ένας φίλος του του άλλαξε γνώμη, λέγοντάς του πως «η ειλικρίνεια δεν είναι μέσα στο επάγγελμα, αλλά μέσα στον άνθρωπο και είναι αυτό που εκείνος φέρνει στη δουλειά του», ο Σμιθ υποσχέθηκε στον εαυτό του να κυνηγά πάντα την αλήθεια, ανεξάρτητα από το τίμημα.
Δούλεψε στα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και τραυματίστηκε. Και το 1971, έπειτα από τον γάμο με τη δεύτερη σύζυγό του, μία αμερικανο-γιαπωνέζα φωτογράφο, μετακόμισε στην Μιναμάτα, για να καταγράψει τον πόνο των κατοίκων, καθώς έδιναν μάχη για να αποζημιωθούν από την Chisso.
Το ζευγάρι σκόπευε να μείνει στην πόλη για τρεις μήνες, αλλά τελικά παρέμεινε για τρία χρόνια. Μάλιστα, το 1972, ο Σμιθ τραυματίστηκε βαριά κατά τη διάρκεια συμπλοκής ανάμεσα στα θύματα της ασθένειας και υπαλλήλους της Chisso, κοντά στο Τόκιο, με αποτέλεσμα να χάσει σχεδόν την όρασή του.
Η πιο διάσημη από τις φωτογραφίες που τράβηξε στην Μιναμάτα και μία από τις σημαντικότερες της καριέρας του ήταν εκείνη της οικογένειας Ουεμούρα. Παρά τις φήμες ότι η οικογένεια είχε βγάλει πολλά χρήματα από τη φωτογραφία, αυτό δεν φαίνεται να ευσταθεί.
Μάλιστα, η φωτογραφία αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, όταν οι γονείς του κοριτσιού άλλαξαν γνώμη. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο της Τομόκο, το 1997, ο πατέρα της συμφώνησε να δημοσιευτεί και πάλι.
Η ασθένεια Μιναμάτα
Η ασθένεια εντοπίστηκε αρχικά το 1956 σε γάτες, οι οποίες εμφάνιζαν σπασμούς, περίεργη συμπεριφορά και τελικά πέθαιναν. Τότε, την ονόμασαν «πυρετός της γάτας που χορεύει». Όμως, η Μιναμάτα είχε επεκταθεί και σε άλλα ζώα, καθώς πουλιά έπεφταν από τον ουρανό και νεκρά ψάρια επέπλεαν στον κόλπο της πόλης.
Ανάμεσα στους ανθρώπους, τα παιδιά ήταν τα πρώτα που εμφάνισαν συμπτώματα. Δύο αδερφές, ηλικίας δύο και πέντε ετών, παρουσίασαν ενδείξεις σοβαρής εγκεφαλικής βλάβης μέσα σε διάστημα λίγων ημερών. Πάθαιναν σπασμούς, δεν μπορούσαν να περπατήσουν και η ομιλία τους έγινε ακατάληπτη.
Σύντομα, τα θύματα ήταν όλων των ηλικιών και η τρομαγμένη πόλη, χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, τα έκλεινε σε σκοτεινούς θαλάμους απομόνωσης στο νοσοκομείο.
Η ιαπωνική κυβέρνηση ήταν απρόθυμη να θέσει εμπόδια στις μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας και έτσι η Chisso κατάφερε να αποφύγει τις ευθύνες για χρόνια, κρύβοντας τα αποτελέσματα δικών της ερευνών που έδειχναν ξεκάθαρα ότι έφταιγε.
Το 1959, η βιομηχανία ήρθε σε μία μονομερή συμφωνία με τα πρώτα θύματα, όπου δεχόταν να τους αποζημιώσει, χωρίς ωστόσο να αποδεχθεί την ευθύνη.
Η ιαπωνική κυβέρνηση ανέλαβε δράση μόλις το 1968, ανακοινώνοντας ότι η Chisso ήταν αυτή που είχε προκαλέσει την ασθένεια Μιναμάτα.
Η παρουσία ενός Αμερικανού φωτογράφου σε αυτή τη μικρή ιαπωνική πόλη πιστεύεται ότι συνέβαλε καθοριστικά προκειμένου να αναγκαστεί η βιομηχανία να αποζημιώσει τα θύματα, καθώς έστρεψε τα φώτα της παγκόσμιας κοινής γνώμης πάνω στον πόνο τους.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας άρχισε να καθαρίζει τον κόλπο της Μιναμάτα το 1977, αλλά το νερό δεν θεωρούνταν ασφαλές για άλλες δύο δεκαετίες.
Η Chisso υπολογίζεται ότι έχει πληρώσει αποζημιώσεις τουλάχιστον 86 εκατ. δολαρίων σε πάνω από 10.000 άτομα. Όμως, πολλά από τα μετέπειτα θύματα δεν δικαιώθηκαν ποτέ, καθώς η βιομηχανία διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, δυσκολεύοντας τις προσπάθειές τους να αποζημιωθούν.
moneyreview.gr