Εμιλυ Ντίκινσον, η ποιήτρια που ως τα 35 της είχε γράψει 1.100 ποιήματα για την θλίψη, τον πόνο, τη χαρά, τον έρωτα….
Έμοιαζε οι δρόμοι σα να τρέχαν –
Μέναν οι δρόμοι ακίνητοι μετά –
Έκλειψη – ό, τι βλέπαμε απ’ το παράθυρο,
Και φόβος – ό, τι νιώθαμε βαθιά –
Ύστερα – βγήκε απ’ τη Μονιά του ο πιο γενναίος
Να δει αν ο Χρόνος ήταν κει –
Η φύση οπάλινη ποδιά φορούσε,
Κι ανάδευε μιαν αύρα δροσερότερη.
Η Έμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson) γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1830 στο κτήμα της οικογένειας της στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης – μια μικρή, συντηρητική, επαρχιακή πόλη. Ο πατέρας της, Έντουαρντ Ντίκινσον, ασχολήθηκε με τη Νομική μετά τις σχετικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και εργάσθηκε ως δικηγόρος στο Άμχερστ. Αργότερα, θα εκλεχθεί μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Συγκλήτου της πολιτείας και μέλος του Αμερικάνικου Κογκρέσου, ενώ στις 6 Μαΐου του 1828 θα παντρευτεί με την Έμιλι Νόρκρος Ντίκινσον. Θα αποκτήσουν μαζί τρία παιδιά.
Η οικογένεια της Έμιλυ είχε ρίζες στη Νέα Αγγλία. Οι πρόγονοι της κατέφθασαν στην Αμερική με το πρώτο μεταναστευτικό πουριτανικό κύμα. Για αυτό η προσήλωση της οικογένειας της στον προτεσταντισμό, θα επηρεάσει τόσο το μετέπειτα έργο της, όσο και την εξέλιξη της ζωής της.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της
Η Έμιλυ, προερχόμενη από μια ευκατάστατη οικογένεια, από πολύ νωρίς θα επικεντρωθεί στην μόρφωση της, μιας και αυτός ήταν ο βασικός στόχος του πατέρα της και για τα τρία του παιδιά: η ενασχόληση τους με την γνώση. Τα παιδικά της χρόνια θα σημαδευτούν από οικιακές εργασίες, σχολικές υποχρεώσεις, δραστηριότητες στο Κατηχητικό, ανάγνωση βιβλίων (παρόλο που ο πατέρας της ήταν αυστηρός σχετικά με τα είδη λογοτεχνίας που επιτρέπονταν στο σπίτι) αλλά και μαθήματα τραγουδιού και πιάνου. Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, θα μελετήσει Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και σχεδόν ολόκληρη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Όταν θα τελειώσει με την βασική της εκπαίδευση, και έχοντας εξαιρετικές επιδόσεις, θα ξεκινήσει την φοίτησή της στην ακαδημία Mount Holyoke College για έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο διάστημα που θα ζήσει ποτέ έξω από το σπίτι της.
Θα ήταν άδικο να μην σημειωθεί, πως κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Έμιλυ έδειχνε μια έντονη κοινωνικότητα, η οποία γινόταν φανερή μέσα από τον μεγάλο φιλικό της κύκλο. Θα έχει, μάλιστα, και μια πρόταση γάμου, με την ίδια όμως να μην παντρεύεται ποτέ. Την μεγάλη της κλίση, την ποίηση, θα την ανακαλύψει μέσα από τα έργα του William Wordsworth και του Ralph Waldo Emerson και σε αυτή θα εντοπίσει έναν ολόκληρο κόσμο καινούργιων ιδεών.
Τα πρώτα της βήματα μετά την ενηλικίωσή της
Στην αρχή της ενήλικης ζωής της, η νεαρή Έμιλυ θα είναι μια γυναίκα γεμάτη όνειρα, ελπίδες και φιλοδοξίες. Στην πορεία, ωστόσο, θα βιώσει μια βαθιά μελαγχολία και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, θα προτιμά να μένει απομονωμένη στο σπίτι της οικογένειάς της στο Άμχερστ. Παρόλο που η ίδια ξεκίνησε να ενασχολείται με την ποίηση από τα εφηβικά της μόλις χρόνια, κατά την περίοδο 1858-1865, θα περάσει από μια φάση λογοτεχνικού πυρετού, καθώς θα γράψει και θα αποθηκεύσει στα συρτάρια της εκατοντάδες ποιήματα. Η περίοδος αυτή θα συμπέσει με ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας του 19ου αιώνα: τον εμφύλιο πόλεμο Βορρά και Νότου.
Η νεαρή ποιήτρια θα βιώσει απώλειες σημαντικών της φίλων και μεντόρων και αυτές θα επηρεάσουν ραγδαία τόσο την ψυχολογία της, όσο και τον γενικότερο τρόπο σκέψης της. Η πιο σημαντική, όμως, από αυτές θα είναι του Leonard Humphrey, διευθυντή της Ακαδημίας του Άμχερστ, ο οποίος ήταν στενός φίλος και δάσκαλός της. Ο θάνατος του θα την οδηγήσει στην κατάθλιψη.
Το 1855 θα ακολουθήσουν μεγάλες αλλαγές στην ζωή της. Η ίδια θα ταξιδέψει, προκειμένου να επισκεφθεί τον πατέρα της, ο οποίος ήταν μέλος του Κογκρέσου στην Ουάσινγκτον, και μετά στη Φιλαδέλφεια, με σκοπό να εκφράσει σε έναν Πάστορα τις σκέψεις της σχετικά με τη ζωή και τη θρησκεία. Την επόμενη χρονιά η οικογένεια της θα επιστρέψει στο πατρικό της, ο μεγαλύτερος αδερφός της, Ώστιν, θα παντρευτεί την καλύτερή της φίλη, Σούζαν Χάντινγκτον, και οι δύο τους θα μένουν μέσα στο κτήμα. Επιπλέον, η υγεία της μητέρας της θα αρχίσει να επιδεινώνεται, με την ίδια να χρειάζεται να μένει πολλές ώρες στο σπίτι. Ο τρόπος ζωής που είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της, εκτός από ποίηση, θα χαρακτηριζόταν από ησυχία και από ώρες ενασχόλησης της με την κηπουρική, στο θερμοκήπιο που της είχε φτιάξει ο πατέρα της με όνομα «The Homestead».
Μέχρι να κλείσει το 35ο έτος της ηλικίας της, θα έχει ήδη γράψει 1.100 ποιήματα αναφορικά με την θλίψη, τον πόνο, τη χαρά, τον έρωτα, τον πόνο, τη φύση, αλλά και την ίδια την τέχνη.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής της Έμιλυ Ντίκινσον
Μπορεί πολλά από τα ποιήματα της Έμιλυ να δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, τα περισσότερα όμως από αυτά τυπώθηκαν ανώνυμα και χωρίς την συγκατάθεσή της. Όπως όλα δείχνουν, τα ποιήματα αυτά τα είχε εμφανίσει μέσω επιστολών σε φίλους, κοντινούς της ανθρώπους και συγγραφείς. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησής της είναι οι παύλες, το κεφαλαίο στο πρώτο γράμμα της λέξης στο μέσο του ποιήματος, η έλλειψη των αντωνυμιών, των συνδέσμων και των προθέσεων και η απουσία τίτλων. Η μοναδικότητα που διακρίνεται στην ποίηση της, η ελλειπτικότητα των ποιημάτων, η διφορούμενη σημασία των λέξεων που επιλέγει να χρησιμοποιήσει, η διαφορετικότητα των θεμάτων της σχετικά με την φύση, τον έρωτα, τον θάνατο και συνολικά η προσωπική κατάθεση του χαρακτήρα της στα έργα της χαρακτηρίζουν την Ντίκινσον ως ένα αυτόνομο κεφάλαιο στην ιστορία της ποίησης. «Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το κοινότοπο», είχε γράψει και η ίδια.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1860, η Έμιλυ θα νοσηλευτεί σε ένα νοσοκομείο στην Βοστόνη, με σκοπό να πραγματοποιήσει ορισμένες θεραπείες για τα μάτια της. Πολλοί θεώρησαν πως οι ατελείωτες νύχτες μελέτης και διαβάσματος, κατέστρεψαν την όρασή της. Όταν θα επιστρέψει στο πατρικό της, θα κλειστεί ακόμα περισσότερο στο «The Homestead», δεχόμενη σπανίως πλέον τους επισκέπτες της και μόνο μέσω κλειστής πόρτας. Τότε, μάλιστα, θα γίνει και γνωστή ως η «λευκή γυναίκα» λόγω της συνήθειας της να εμφανίζεται ντυμένη στα λευκά. Η Έμιλυ θα σταματήσει να βγαίνει από το δωμάτιο της και στους φίλους που την καλούν για επισκέψεις, θα γράφει πως δεν μπορεί να φύγει από το Άμχερστ.
Η Έμιλυ συνήθισε να ζει στην απομόνωση της, μαζί με την μητέρα και την αδερφή της. Θα συνεχίσει να γράφει ποιήματα, χωρίς όμως με την ίδια συνέπεια και επιμέλεια: αφήνει τα περισσότερα από αυτά ημιτελή και δεν τα οργανώνει σε ποιητικές συλλογές. Θα επιλέξει να ασχοληθεί με την φροντίδα της μητέρας της και άλλες οικιακές εργασίες. Τα χειρόγραφα της από εκείνη την εποχή, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, εμφανίζονται εμφανώς πιο προχειρογραμμένα. Δείγματα του έργου της θα ενδιαφέρουν ορισμένους εκδότες της εποχής για κάποια ενδεχόμενη μελλοντική έκδοσή τους, αλλά και πάλι μόνο μερικά από αυτά θα βρεθούν στο φως της δημοσιότητας και χωρίς την συγκατάθεση της ίδιας.
Επιπρόσθετα, η προσωπική της ζωή χαρακτηριζόταν ως αρκετά περίπλοκη. Η Έμιλυ, μεγαλωμένη σε ένα σπίτι με αυστηρά χριστιανικά έθιμα, αντιλαμβανόταν τον έρωτα κυρίως πλατωνικά. Όμως, όπως φανερώνεται μέσα από τα ποιήματα της, ο έρωτας και ο πόθος θα υπάρχουν έντονα στην ζωή της ποιήτριας, χωρίς να εκπληρωθούν όμως ποτέ. Θα δεχθεί, άλλωστε, πολλές προτάσεις γάμου, τις οποίες θα απορρίψει, αλλά θα αναπτύξει και πλατωνικούς έρωτες με ανθρώπους που αποτέλεσαν πρότυπά της: όλοι θα έχουν κακή κατάληξη ή δεν θα εκπληρωθούν ποτέ, από επιλογή της ίδιας.
Ποιά είναι, τελικά, η Έμιλυ Ντίκινσον και το έργο της;
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της θα σημαδευτούν από σημαντικές και πολύπλευρες απώλειες. Αρχικά, θα χάσει τον πατέρα της, ξαφνικά, σε ένα ταξίδι στην Βοστόνη, το 1874. Παρόλο που η κηδεία του θα τελεστεί στο «The Homestead», θα επιλέξει να μην παρευρεθεί και να παραμείνει στο δωμάτιο της με μισόκλειστη την πόρτα. Έναν χρόνο αργότερα, το 1875, η μητέρα της θα υποστεί ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο θα την αφήσει σχεδόν παράλυτη και με πολύ άσχημη ψυχική κατάσταση. Το 1882, πέντε μήνες πριν την μητέρα της, θα χάσει και τον πολυαγαπημένο της πάστορα Charles Wadsworth, ενώ το 1883 θα χάσει τον ανιψιό της σε ηλικία μόλις 8 ετών και το 1885 την καλύτερη της φίλη. Μετά το 1883 θα επιδεινωθεί και η υγεία της ίδιας.
Η υγεία της δε θα βελτιωθεί ποτέ και θα παραμείνει σε κακή κατάσταση μέχρι και το θάνατό της στις 15 Μαΐου του 1886, σε ηλικία 55 ετών. Μετά το θάνατο της, η μικρότερη αδελφή της, Λαβίνια, από την οποία η ίδια η Έμιλυ είχε ζητήσει να καταστρέψει τις επιστολές της, θα βρει στο δωμάτιο της εκατοντάδες ποιήματα, τα οποία και θα εκδοθούν, επεξεργασμένα από τους εκδότες σε τμήματα και ενότητες από το 1890 και μετά. Οι πρώτες ποιητικές συλλογές της θα σημειώσουν και μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ενώ το 1955 θα γίνει η έκδοση των αυθεντικών ποιημάτων, χωρίς παρεμβάσεις.
Η Έμιλυ Ντίκινσον επηρέασε την Δυτική ποίηση όσο καμία άλλη ποιήτρια της εποχής. Παρά τους πατριαρχικούς δεσμούς που επέβαλε η εκάστοτε κοινωνία, η Έμιλυ θα καταφέρει να εμπνεύσει και να επηρεάσει τους σύγχρονούς της, την ίδια την τέχνη, αλλά και το φεμινιστικό κίνημα, κάνοντας την φωνή της να ακουστεί πανανθρώπινα.
Θα χαρακτηριστεί ως μια από τις σημαντικότερες πένες της Αμερικής του 19ου αιώνα.
Ακολουθεί σχετικό βίντεο με την Μέριλ Στριπ να διαβάζει το ποιήμά της Έμιλυ Ντίκινσον, In Vain.
Πηγές
H ερημίτισσα ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον, ανακτήθηκε από www.newsbeast.gr/portraita/arthro/555929/h-erimitissa-poiitria-emili-dikinson, τελευταία πρόσβαση 9/12/19
Το 1886 πεθαίνει η Έμιλι Ντίκινσον, ανακτήθηκε από www.lifo.gr/team/sansimera/57581, τελευταία πρόσβαση 9/12/19
Έμιλυ Ντίκινσον: Η ποιήτρια με τα λευκά που δεν άντεχε να ζει φωναχτά, ανακτήθηκε από 3pointmagazine.gr/έμιλι-ντίκινσον-η-ποιήτρια-με-τα-λευκά/, τελευταία πρόσβαση 9/12/19
Έμιλι Ντίκινσον, ανακτήθηκε από el.wikipedia.org/wiki/Έμιλι_Ντίκινσον, τελευταία πρόσβαση 9/12/19