Το «δύσκολο έθνος» βρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπο με τους παραδοσιακούς δαίμονές του – όπως κατέδειξε η υποβάθμιση των υποδομών που ανέδειξε η φρικτή τραγωδία στα Τέμπη.
Λίγο νωρίτερα, οι υποκλοπές, όπως και τα μικρά ή λιγότερο μικρά οικονομικά σκάνδαλα, είχαν φέρει αντιμέτωπη τη ΝΔ με τους δικούς της δαίμονες: την απουσία αυστηρής ιδεολογίας, τον περιορισμένο σεβασμό στους θεσμούς, τον παλαιοκομματισμό.
Αν η λάμψη του όλου αφηγήματος της ΝΔ έχει θολώσει, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ήττα του 2019, μάλλον δεν έλαμψε ποτέ. Το αντικείμενο, όμως, αυτών των γραμμών δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η ΝΔ. Μια δύναμη που υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη έτεινε να αναλάβει ένα νέο ρόλο στο πολιτικό σύστημα, κυριάρχησε επί μακρόν και, παρότι διατηρεί (τουλάχιστον αυτό έλεγαν οι δημοσκοπικοί αριθμοί λίγο πριν τη σιδηροδρομική τραγωδία) ένα αξιοσημείωτο προβάδισμα, έχει απολέσει τη μεγάλη ελκτικότητα της παρατεταμένης πρώτης φάσης της κυβερνητικής της θητείας.
Οι ελίτ και η αποενοχοποίηση της δεξιάς
Η ιλιγγιώδης πορεία ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η κομβική στιγμή του δημοψηφίσματος διαμόρφωσαν ένα βαθύ και πολωτικό ρεύμα δυσπιστίας απέναντι στον επίσης πολωτικό ΣΥΡΙΖΑ. Το ρεύμα αυτό ήταν μειοψηφικό.
Η ψήφος υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015 αντιπροσωπεύει την πρώτη υπολογίσιμη – αν και αμυντική – αποκρυστάλλωση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμού.
Ωστόσο, μόνο στη διάρκεια της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (μετά τον Σεπτέμβρη 2015) έλαβε χώρα η διεύρυνση και μετεξέλιξη των αρχικών αντι-ΣΥΡΙΖΑ συναισθημάτων σε «ρεύμα», σε μαζικό δηλαδή φαινόμενο με, σε μεγάλο βαθμό, στερεοτυπικά χαρακτηριστικά. Οι αριθμοί εδώ είναι εντυπωσιακοί.
Το εύρος του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, όπως δείχνει μελέτη που κάναμε με τον Άγγελο Σεριάτο, προσέγγισε το 70%, υπερέβαινε συστηματικά το 60% του εκλογικού σώματος, και ο σκληρός του πυρήνας ήταν ελαφρώς ευρύτερος του 40% – πολύ κοντά στο ποσοστό του «ναι» του Ιουλίου 2015. (https://www.researchgate.net/publication/367165368_To_anti-SYRIZA_reuma_).
Σε αυτό το πλαίσιο πλειοψηφικής απόρριψης του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία του Κ. Μητσοτάκη – καθώς το ΠΑΣΟΚ έχει στρατηγικά ηττηθεί και νέοι παίκτες, όπως το Ποτάμι, δεν καταφέρνουν να καθιερωθούν – γίνεται βαθμιαία η κύρια έκφραση ενός εν μέρει νέου και σύνθετου συνασπισμού εκλογέων.
Η εκλογική κίνηση προς τη ΝΔ δεν υπήρξε εντυπωσιακή, καθώς ο μεγάλος όγκος των ψηφοφόρων του ιστορικού ΠΑΣΟΚ και, λίγο αργότερα, της ΔΗΜΑΡ, στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε όμως κρίσιμης σημασίας διότι έδωσε στη ΝΔ μια βάση στήριξης κοινωνικοπολιτισμικά ευρύτερη της παραδοσιακής δεξιάς.
Επιμέρους όψη, αλλά εξόχως στρατηγική, αυτής της ευρύτητας στήριξης είναι η αύξηση της επιρροής της ΝΔ στο χώρο των διανοουμένων και των ειδικών κάθε είδους και, γενικότερα, μεταξύ εκείνων που παρεμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα (πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, αναλυτές, κλπ.). Στο χώρο αυτό είχαν παλαιότερα σημαντική παρουσία το ΠΑΣΟΚ και, εν μέρει, η ανανεωτική Αριστερά.
Έτσι, η ΝΔ, κόμμα ταυτόχρονα συντηρητικό και φιλελεύθερο, με υπερσυντηρητικούς πυρήνες στο εσωτερικό της αλλά και ισχυρές παλαιοκομματικές τάσεις, κόμμα επιπλέον που διέπρεψε στα Greek statistics, βρέθηκε στην εξής ενδιαφέρουσα θέση: λόγω της ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ, και ως το μόνο αξιόμαχο «αντίπαλο δέος» απέναντι του, γίνεται βαθμιαία ο κύριος πόλος εκπροσώπησης ενός ευρύτερου – μη στενά και κλασικά δεξιού – τμήματος των πνευματικών και διαχειριστικών ελίτ.
Το τμήμα αυτό είναι ισχυρά προσανατολισμένο προς την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, είναι εκσυγχρονιστικό, μεταρρυθμιστικό και φιλελεύθερο – ή νομίζει ότι είναι. Κάποιες δε μερίδες του είναι ήπια, κάποιες άλλες σκληρά, νεοφιλελεύθερες.
Η απόρριψη του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά (negative personalization), εντός αυτού του πολυστρωματικού «ελιτίστικου» milieu, είναι πολιτική, υφολογική, πολιτισμική και, για το πιο εύπορο τμήμα του, σκληρά ταξική (διότι συνδυάζει την αλαζονεία της οικονομικής θέσης με όλα τα προηγούμενα).
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι το σύνολο αυτών των ανθρώπων, από τους πιο μετριοπαθείς μέχρι τους πιο φανατισμένους, από τους πιο sophistiqué μέχρι τους πιο «ακατέργαστους» και μέτριους, θεωρεί – συμμετέχοντας σε μια λογική «πεδίου» à la Bourdieu – ότι εκπροσωπεί ένα είδος «υψηλής ποικιλίας» απέναντι στη «χαμηλή ποικιλία» που αντιπροσωπεύει το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ και, ειδικότερα, το προσκείμενο σε αυτόν αντίστοιχο πνευματικό milieu. Αυτή η πεποίθηση «ανωτερότητας» απέναντι στους συριζαίους outsiders – συνδυασμένη με κοινά συμφέροντα – δημιουργεί ένα ταυτοτικό «εμείς» που ενδυναμώνει το βάθος του άμεσου ή έμμεσου δεσμού με τη ΝΔ.
Έτσι, στη χώρα μας έλαβε χώρα μια ενδο-συστημική ανασύνθεση δυνάμεων, κυρίως σε επίπεδο ελίτ, εμφανώς λιγότερο, όμως, στο επίπεδο του εκλογικού σώματος (σε αυτό το δεύτερο επίπεδο εκφράστηκε με την λεγόμενη κυριαρχία του Μητσοτάκη στο κέντρο). Θα ονομάσουμε αυτή την αναστοίχηση ή αναευθυγράμιση εντός των ελίτ «δευτερογενές realignment», ένα realignment εσωτερικό στο πεδίο των «παλαιών δυνάμεων».
Το realignment αυτό ήταν συμπληρωματικό του κεντρικού realignment που οδήγησε στην καθιέρωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό παίκτη εντός της ευρείας Αριστεράς-Κεντροαριστεράς. Η αποενοχοποίηση της στήριξης και ψήφου προς τη ΝΔ υπήρξε η προφανής συνέπεια του.
Οι του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας μονομερώς εστιάσει στο πιο μαχητικό, πολωτικό και τοξικό τμήμα των νεοφερμένων στη συντηρητική παράταξη, τους λεγόμενους «ακροκεντρώους», δεν είδαν τη μεγάλη εικόνα. Η ανασύνθεση σε επίπεδο ελίτ έδωσε στην στερούμενη πυκνής ιδεολογίας και, σε μεγάλο βαθμό, παλαιοκομματική συντηρητική παράταξη ένα νέο αέρα και μια πολιτικο-πολιτισμική ευρύτητα που δεν διέθετε μετά το 1981.
Της έδωσε για πρώτη φορά ένα είδος ιδεολογικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία μεγεθύνθηκε σημαντικά από τον αντι-ΣΥΡΙΖΑ προσανατολισμό των μμε. Η διαμόρφωση αυτού του σύνθετου «συνασπισμού» στήριξης της ΝΔ αποτελεί παράγοντα που ενίσχυσε την πολιτική – και δημοσκοπική – αντοχή της. Αυτό γίνεται εμφανές σήμερα που τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά δύσκολα για αυτήν.
Οι εκλογείς και τα ρήγματα εικόνας
Ωστόσο, σε επίπεδο εκλογικού σώματος, αυτή η αναστοίχιση υπήρξε περιορισμένη και μη ικανή να ανατρέψει τη μακρά υπεροχή των μη δεξιών πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος. Από το 1981 μέχρι και τις εκλογές του Ιουλίου 2019, σε καμία βουλευτική αναμέτρηση το αθροιστικό εκλογικό ποσοστό των κομμάτων που τοποθετούνται στο μη δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος, σε αυτό το ποσοστό περιλαμβάνω όλες τις μη δεξιές ψήφους, από αυτές του ΠΑΣΟΚ μέχρι εκείνες της πιο μικρής οργάνωσης της άκρας αριστεράς, δεν υπήρξε κατώτερο του 50% (ενδεικτικά: 52,05% το 2019). Το φαινόμενο μιας τέτοιας μη-δεξιάς κυριαρχίας είναι σπάνιο στην Ευρώπη.
Βέβαια, μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία, η αρχική εικόνα μιας σοβαρής κυβέρνησης που υλοποιεί τις υποσχέσεις της μαζί με κάποιες σοβαρές, σύμφωνα με την κοινή γνώμη, επιτυχίες (διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, γεγονότα στον Έβρο), διαμόρφωσαν μια εικόνα κυριαρχίας μοναδική πολιτικά: 17 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από το δεύτερο κόμμα τον Ιανουάριο 2020, 18 μονάδες τον Ιανουάριο του 2021 (Poll of polls του Politico). Αυτό δεν ισχύει πλέον, παρά το ότι η ΝΔ στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της ψηφιοποίηση του κράτους (η ψηφιοποίηση είναι συνεκτική με το αφήγημα ότι η κυβέρνηση είναι «εκσυγχρονιστική») απολαμβάνει υψηλής αποδοχής.
Σήμερα, οι αρνητικές γνώμες για το κυβερνητικό έργο υπερτερούν κατά πολύ των θετικών και η συνολική αξιολόγηση της κυβέρνησης είναι ξεκάθαρα αρνητική. Τα αισθήματα αντι-ΝΔ έχουν ενισχυθεί όπως και τα αρνητικά προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού «αντανακλαστικά» – έστω και αν παραμένει κυρίαρχη η πεποίθηση ότι αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση τα πράγματα «θα ήταν χειρότερα». Βαθύτερα, καθώς οι υποκλοπές και η διαχείρισή τους δεν έχουν τίποτε φιλελεύθερο και εκσυγχρονιστικό, η συσπείρωση φιλελεύθερων και εκσυγχρονιστών γύρω από τη Νέα Δημοκρατία έχει απολέσει τμήμα της παλαιάς νομιμοποίησής της. Υπό μία έννοια, ενοχοποιείται εκ νέου, αλλά μόνον εν μέρει, η ψήφος προς τη δεξιά. Οι παλαιές κακές συνήθειες έχουν κόστος.
Συμπερασματικά, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα έχει εξασθενήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει πλέον τα υψηλότερα μετά το 2019 δημοσκοπικά ποσοστά του. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει τις λέξεις που δημιουργούν πλειοψηφική εμπιστοσύνη. Ούτε τα κλειδιά που θα αντιστάθμιζαν ή και εξουδετέρωναν το νέο ρόλο της – παρά ταύτα, «παλαιάς» – ΝΔ. Αν, συνεπώς, η «μαγεία» για τη ΝΔ έχει χαθεί, «μαγεία» για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δημιουργηθεί.
Η χώρα σε λίγο θα εισέλθει με μια εξαιρετικά παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία, εφόσον υπάρξουν, όπως είναι πιθανό, δύο αναμετρήσεις. Η ρευστότητα στις πρόσφατες εκλογές στην Ευρώπη υπήρξε μεγάλη στην τελευταία φάση των εκλογικών εκστρατειών – και μεγαλύτερη από ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Η τραγωδία των Τεμπών δημιουργεί οργή. Και τραυματίζει το αφήγημα του εκσυγχρονισμού και της «αυτοδύναμης Ελλάδας» της ΝΔ. Η ρευστότητα θα αυξηθεί.
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο