Σαν σήμερα, 14 Νοεμβρίου, πεθαίνει ο Λόρδος Έλγιν – Ποιος ήταν ο άνθρωπος που έκλεψε τα Γλυπτά του Παρθενώνα
14 Νοεμβρίου 1841. Πεθαίνει ο Τόμας Μπρους, ο 7ος Κόμης του Έλγιν, ή αλλιώς ο Λόρδος Έλγιν. Βρετανός στρατιωτικός, πολιτικός και συλλέκτης έργων τέχνης, που το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ελλάδα. Το 1803 και το 1812 αφαίρεσε από τον Παρθενώνα πολυάριθμα γλυπτά και τα μετέφερε στην Βρετανία. Τα γνωστά και ως «Ελγίνεια Μάρμαρα».
Ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν και 11ος κόμης του Κινκάρντιν (Thomas Bruce, 7th Earl of Elgin and 11th of Kincardine), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1766 στο Μπλούμχολ της κομητείας Φάιφ της Σκωτίας. Έλαβε τη θέση του μεγαλύτερου του αδερφού Γουίλιαμ Ρόμπερτ, 6ος κόμης, το 1771, όταν ήταν μόλις πέντε ετών.
Το 1785 κατατάχθηκε στον βρετανικό στρατό, όπου και έφτασε μέχρι τον βαθμό του υποστράτηγου. Το 1790 εξελέγη εκπρόσωπος των Λόρδων στη Σκωτία, σε μια θέση όπου παρέμεινε ως το 1807. Η εκλογή του αυτή, τον ώθησε να ακολουθήσει μια διπλωματική καριέρα ως πρέσβης στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο (1795), κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του πολέμου κατά της Γαλλίας.
Στις 11 Μαρτίου 1799, παντρεύτηκε την Μαίρη Νίσμπετ, λίγο πριν οριστεί πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη. Με την κόρη και κληρονόμο του Ουίλιαμ Χάμιλτον Νίσμπετ απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Κατά την διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, που ο Λόρδος Έλγιν τέθηκε πρεσβευτής του Οθωμανού σουλτάνου, ο αρχιτέκτονας Τόμας Χάρισον τού μίλησε για τα θαύματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Τον προέτρεψε να χρησιμοποιήσει την προνομιακή του θέση για να πάρει στα χέρια του σχέδια και αντίγραφα των μεγάλων μνημείων της Ελλάδας. Η γνωριμία των δύο είχε γίνει στη Σκωτία το 1796, όταν ο Έλγιν έχτισε ένα μέγαρο υπό την καθοδήγηση του Χάρισον.
Ο Έλγιν συμφώνησε με τον Χάρισον και συγκρότησε μια ομάδα έξι καλλιτεχνών και τεχνιτών από την Ιταλία με επικεφαλής τον ζωγράφο, Τζιοβάνι Λουζιέρι. Ο αρχικός σκοπός του ήταν να λάβει εκμαγεία από διάφορα μνημεία για να διακοσμήσει την έπαυλή του στη Σκωτία. Η απόφαση για την αφαίρεση μαρμάρων, ελήφθη από τον Φίλιπ Χαντ, εφημέριο του Έλγιν και έναν από τους αντιπροσώπους του στην Αθήνα.
Η ομάδα που είχε συγκροτήσει ο Έλγιν στην Αθήνα χρειάστηκε 6 μήνες για να λάβει άδεια εισόδου στην Ακρόπολη. Όταν στήθηκαν οι σκαλωσιές για την μελέτη και την δημιουργία αντιγράφων των μνημείων, έφτασαν οι φήμες για προετοιμασία στρατιωτικής δράσης των Γάλλων έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Τούρκος κυβερνήτης διέταξε την ομάδα του Έλγιν να κατέβει από την Ακρόπολη, καθώς πλέον η πρόσβαση στο ιστορικό μνημείο είχε απαγορευτεί.
Το φιρμάνι και ο διαμελισμός των Γλυπτών
Ο Έλγιν με την επιρροή που είχε αποκτήσει στην οθωμανική διοίκηση, κατάφερε να αποσπάσει το 1801 από τον Καϊμακάμη Σεγούτ Αβδουλάχ ένα έγγραφο (το περιβόητο φιρμάνι). Αυτό θα επέτρεπε στους ανθρώπους του Έλγιν να ενεργήσουν ανασκαφές γύρω από την Ακρόπολη.
Το φιρμάνι που έλαβε αμφισβητείται, αφού η επίσημη ελληνική εκδοχή υποστηρίζει πως ο Λόρδος ουδέποτε παρέλαβε επίσημη άδεια, αλλά παράφρασε μία επιστολή του Καϊμακάμη, όπου κανονικά αναγραφόταν ότι δινόταν ανεπίσημη χάρη στα συνεργεία να σχεδιάσουν, να λάβουν εκμαγεία και να διενεργήσουν ανασκαφή γύρω από τα θεμέλια του Παρθενώνα, που ίσως βρισκόταν θαμμένη κάποια επιγραφή ή ανάγλυφο, με τον όρο ότι δεν θα έβλαπταν με κανένα τρόπο οποιοδήποτε μνημείο στον λόφο της Ακρόπολης.
Από το 1801 έως το 1804 τα συνεργεία του Έλγιν δρούσαν στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος (περίπου το ήμισυ) από το σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο κι ένα σπόνδυλο από κίονα.
Τα Γλυπτά συσκευάζονταν σε κιβώτια και μεταφέρονταν δια θαλάσσης στην Αγγλία. Το 1802 φορτώθηκαν τα πρώτα 12 κιβώτια στο ιδιόκτητο ιστιοφόρο του Έλγιν «Μέντωρ». Το πλοίο, όμως, βυθίστηκε στον Αβλέμονα των Κυθήρων και χρειάστηκαν δύο χρόνια για την ανέλκυσή τους. Η μεταφορά των ανεκτίμητης αξίας μνημείων έγινε προχείρως, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να υποστούν σοβαρές ζημιές, χειροτερεύοντας την κατάστασή τους
Η επιστροφή του Έλγιν στην Αγγλία
Το 1803, κρατήθηκε αιχμάλωτος στην Γαλλία, όταν παραβιάστηκε η συνθήκη της Αμιένης, και τρία χρόνια μετά επέστρεψε στην Αγγλία. Το κλίμα για τον ίδιο δεν ήταν θετικό, καθώς είχε γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από συμπατριώτες του για τη μεταφορά των ελληνικών Γλυπτών. Κατηγορήθηκε ως κλέφτης και βάνδαλος, που με αθέμιτα μέσα πήρε στην κατοχή του μνημεία πολιτισμού για δικό του όφελος.
Το 1807, ο Έλγιν προκάλεσε σκάνδαλο, όταν κατηγόρησε τη σύζυγό του για μοιχεία και την έσυρε στα δικαστήρια, απαιτώντας από τον εραστή της ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Χώρισε τον επόμενο χρόνο και ξαναπαντρεύτηκε το 1810 με την Ελίζαμπεθ Τάουνσεντ, με την οποία απέκτησε 7 παιδιά.
Η πώληση των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο
Ο Έλγιν όμως είχε χάσει την περιουσία του. Τα τεράστια ποσά που δαπάνησε για την ομάδα του στην Ακρόπολη, την μεταφορά των Γλυπτών και τις δωροδοκίες προς τους Τούρκους αξιωματούχους, τον ανάγκασαν να πουλήσει τη συλλογή με τα ανεκτίμητα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο
Η βρετανική κυβέρνηση αγόρασε τα γλυπτά στο ποσό των 35.000 βρετανικών λιρών, περίπου 500.000 δολάρια σε σημερινή χρηματική αξία. Η απόφαση της αγοράς ελήφθη με μικρή πλειοψηφία, αφού 82 άτομα δήλωσαν υπέρ αυτής και 80 κατά. Τα Γλυπτά βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο μέχρι σήμερα.
ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΡΙΤΣΑΣ ΜΑΣΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 02.06.2002
Μαίρη Ελγιν Κωνσταντινούπολη, 19/9/1801
Οσο επιδεινώνεται η αρρώστια του Ελγιν, τόσο περισσότερο μιλάει για την ομορφιά του Παρθενώνα. Θα έλεγε κανείς ότι δεν έχει τίποτ’ άλλο στο μυαλό του και όσο χειροτερεύει, τόσο δυναμώνει μέσα του η επιθυμία να κάνει δική του όλη αυτή την ομορφιά. Είναι αποφασισμένος. Το παραμορφωμένο πρόσωπό του με αηδιάζει…
Η ιστορία έχει κάθε δικαίωμα να διαβάλει την τρέχουσα πραγματικότητα και να διεκδικεί δάφνες προσοχής. Τα ΓΛΥΠΤΑ του Παρθενώνα, αποτρόπαιο τρόπαιο στα χέρια ενός κακότροπου, κατακτητικού και αλαζόνα Σκωτσέζου, του Τόμας Μπρους, γνωστότερου με το όνομα λόρδος ‘Ελγιν, αποκολλώνται κάθε φορά από την Ιστορία για να γίνουν παραζάλη της τρέχουσας πραγματικότητας, μέχρις ότου ξεκινήσουν το μακρύ ταξίδι της επιστροφής και της οριστικής συμφιλίωσής τους με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Διάσημοι ηθοποιοί, όπως η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η Τζούντι Ντεντς, η Τζούλι Κρίστι και ο Σον Κόνερι, αγωνίστηκαν στο πλευρό της ομάδας «Παρθενώνας 2004», με την ελπίδα να συμβάλουν στην προσπάθεια επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. Και είναι προφανές ότι για πρώτη φορά, κάποια θροΐσματα ακούγονται κάπου εκεί στο Βρετανικό Μουσείο. O καινούργιος διευθυντής Νέιλ ΜακΓκρέγκορ δήλωσε ότι δεν θα είχε αντίρρηση να συζητήσει με τα μέλη της βρετανικής επιτροπής που υποστηρίζουν την επιστροφή των Ελγινείων στον Παρθενώνα.
Αλλά δεν είναι μόνον οι επιτροπές, οι διάσημοι ηθοποιοί και το πάθος των Ελλήνων για τα Μάρμαρα. Είναι και το ενδιαφέρον των συγγραφέων. Πρόσφατα, από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο της Σάλι Εμερσον με τον τίτλο «Πέρα από το Χρόνο» (στην αγγλική γλώσσα ο τίτλος είναι BrokeBodies). Ενα βιβλίο που γαντζώνεται από την τρυφερή ιστορία δύο ιστορικών, ταγμένων στο κυνήγι των επιστολών της συζύγου του Ελγιν, της Σκωτσέζας Μαίρης Νίσμπετ και μέσα από τους ανταγωνισμούς τους μπροστά στα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, ανάμεσα στα χίλια μύρια βιβλία της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, μας συμφιλιώνει αστραπιαία με τη ζωή της γυναίκας που ατιμάστηκε όσο καμιά άλλη γυναίκα της τάξης της στην εποχή της. Μιας γυναίκας που δεν φάνηκε ούτε λεπτό να συμφωνεί με τη μεγάλη κλοπή που διέπραξε ο σύζυγός της, πρέσβης της Βρετανίας στην Τουρκία και στενός φίλος του βασιλιά Γεωργίου του Γ΄ της Αγγλίας. Μια κλοπή που συντελέστηκε με την άδεια της τουρκικής ηγεσίας.
Εκανα τη βόλτα στον Παρθενώνα με τον Ελγιν. Ανάμεσα στα λευκά μάρμαρα φύτρωναν κατακόκκινες παπαρούνες. Ηταν μαζί μας και ο Λουσιέρης, ένας χαρακτηριστικός Ελληνας με σκούρα καστανά μάτια, μαύρο μουστάκι και μικρό, μυτερό μούσι. Σκιτσάριζε τα μνημεία για να βοηθήσει στην οργάνωση της μεταφοράς τους. O Ελγιν άρχισε να κατεβάζει μερικά αγάλματα από εκεί όπου στέκονταν, ψηλά από την πόλη, πάνω από τους Τούρκους στρατιώτες, πάνω από τα αντίσκηνα, πάνω από τα σοκάκια, κάτω από έναν εκτυφλωτικά γαλάζιο ουρανό. Ενας εργάτης δίπλα μου είπε ότι του φάνηκε πως τα ‘κουσε να βγάζουν πονεμένες φωνές…
Η ομορφιά και οι τίτλοι της Μαίρης Νίσμπετ δεν κατάφεραν να την σώσουν από το σκάνδαλο. Ζώντας μ’ έναν σύζυγο που χανόταν ανάμεσα στα τερτίπια της σύφιλης και του πάθους του για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, το αξιοπρεπές κορίτσι απ’ τη Σκωτία εξελίχθηκε σε μια πνευματώδη γυναίκα, απέκτησε εραστή, τον Ρόμπερτ Φέργκιουσον, συνεργάτη του ανδρός της και επέτρεψε στον εαυτό της να ζήσει τη φρίκη της διαπόμπευσής της. Οταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Αγγλία, έχοντας περάσει ένα διάστημα σε φυλακή της Γαλλίας, όντας πεπεισμένος ότι η κυβέρνηση θα πλήρωνε όσο όσο για την απόκτηση των Μαρμάρων, όχι μόνον βρέθηκε μπροστά στην άρνησή της (αργότερα κατέβαλε το ποσό των 35.000 λιρών), αλλά συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με έναν πολύ νεότερό του άνδρα. Ενώπιον της Βουλής του Εδιμβούργου, εν έτει 1808, η σεξουαλική ζωή των παράνομων εραστών αναδύθηκε στην επιφάνεια και οι λεπτομέρειές της καταγράφηκαν σε όλες τις εφημερίδες της εποχής. «H Μαίρη, κόμισσα του Ελγιν και του Κινκάρντιν, κρίνεται ένοχη για το αδίκημα της μοιχείας», απεφάνθησαν οι Αρχές. Το ‘χε διαλαλήσει, άλλωστε, η υπηρέτρια που στη διάρκεια της δίκης είχε καταθέσει το εξής: «Ξυπνώντας νωρίς εκείνο το πρωί, είδα το κάλυμμα του καναπέ στο σαλόνι τσαλακωμένο και λερωμένο όχι από το σκυλί της λαίδης. Κατάλαβα, δηλαδή, ότι ο κύριος Φέργκιουσον και η λαίδη Ελγιν είχαν διαπράξει παράνομη συνουσία». Το διαζύγιο ήταν πια γεγονός, οι αποζημιώσεις επίσης, όπως και η αφαίρεση της επιμέλειας των τεσσάρων παιδιών τους. Αργότερα η Μαίρη παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ και του ‘στελνε τρυφερές, απελπισμένες επιστολές, ενώ εκείνος βρισκόταν στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ηθελε να απαλλαγεί από τις «αμαρτίες» της κι έκανε ένα σωρό φιλανθρωπικά εργα στην περιοχή της. Ζούσε συντροφιά με τις υπηρέτριες, αυτή που πέρασε τα πρώτα χρόνια του γάμου της με τον Νέλσωνα και τον Χάμιλτον.
Τα σώματά μας συχνά τα απεχθανόμαστε… σκέφθηκε η Αν, η ηρωίδα του βιβλίου της Σάλι Εμερσον, «Πέρα από το Χρόνο». Το δικό της ντελικάτο κορμί, με το λευκό διάφανο δέρμα, τα λεπτά κόκκαλα, τη λακκουβίτσα στη θέση της κοιλιάς και τα μακριά πόδια, σίγουρα δεν ήταν κάτι που λάτρευε. Το κάλυπτε με μακριές φούστες, το έντυνε κι έτρεχε να προλάβει τη ζωή της. Εδώ όμως μπροστά στα μάτια της, το σώμα δοξαζόταν, δοξάζονταν η αφή και η γεύση, η ζωή σήμερα, η ζωή για πάντα. «Αυτές οι μορφές περιέχουν τον αέρα και το νερό, όπως το περιέχω κι εγώ», συλλογίστηκε, «όταν στέκομαι στο μπαλκόνι πάνω από τον Τάμεση, μέρος αυτού του καινούργιου αιώνα και με το χρόνο να με διαπερνά, το παρεθόν, και το μέλλον, κάνοντάς με ένα με την Ιριδα, καθώς ορμάει μπροστά με τα ακρωτηριασμένα πόδια της, με κομμένο το δεξιό μαστό, τα ρούχα της λαξεμένα στην πέτρα, φτιαγμένα όμως από το πιο ανάλαφρο, το πιο φίνο ύφασμα, τον άνεμο και τη βροχή…». «Μπορώ να κάνω ό,τι με ευχαριστεί. Αυτό μου λένε τούτα τ’ αγάλματα: ότι αξίζει και μόνο που ζει κανείς, ότι δεν πρέπει να κρύβεται απ’ τη ζωή». Τώρα στη μελέτη της για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, η Αν είχε ανακαλύψει κάτι που εξέφραζε την ένταση της Ανατολής και την ψυχρότητα της Δύσης, είχε βρει ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στο πάθος της σάρκας και στην ψυχρότητα του μαρμάρου – τις δύο πλευρές της που ήθελε να συμφιλιώσει.
Η Μαίρη πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο Αρστερφιλντ και πέθανε το 1855, εννιά χρόνια μετά το θάνατο του Ρόμπερτ. Είχε, άραγε, συμφιλιωθεί με τον εαυτό της; Την έθαψαν σ’ έναν τάφο έρημο και απεριποίητο, έναν τάφο που δεν έγραφε πουθενά το όνομά της. Το όνομα χαράχτηκε πάνω στην απαίσια ταφόπετρα μόλις το 1916! Αν μπορούσε, όμως, να φυλλομετρήσει το βιβλίο της Εμερσον ίσως άκουγε τη φωνή της συγγραφέως να λέει: Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι υπεράνω διαφωνιών. Είναι ανώτερα απ’ όλους. Δεν είναι θρυμματισμένα σώματα.
Ο περιηγητής Φ. Σ. Ντάγκλας, που βρέθηκε στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, λίγο πριν απαλειφθεί από κίονα του Παρθενώνα το σκαλισμένο όνομα της Μαίρης Ελγιν. (Από το βιβλίο του William St Clair «O λόρδος Ελγιν και τα Μάρμαρα») σημειώνει: Μου φαίνεται φοβερά κατάφωρη αδικία να αποστερείς ένα αδύναμο και φιλικό έθνος από οτιδήποτε του ανήκει. Απορώ με την αποκοτιά του χεριού που θα τολμούσε να απομακρύνει ό,τι ο Φειδίας έθεσε υπό την κρίση του Περικλή.
- Μαίρη Νίσμπετ – Έλγιν, «Πως λεηλατήθηκαν τα γλυπτά από τις μετόπες του Παρθενώνα», Εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα, 1989.