Η κρίση της εποχής, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ και ο Εντβαρντ Μουνκ δίχως την Κραυγή.
Ο στενός συνεργάτης της κυβέρνησης του μεταπολεμικού καγκελαρίου Κόνραντ Αντενάουερ υιοθέτησε τον όρο «οικονομικός ανθρωπισμός» και οραματίστηκε μια κοινωνία και μια κοινωνική πολιτική όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι υψίστης προτεραιότητας. Και ήταν αυτός που παρότρυνε τους υπουργούς της μεταπολεμικής κυβέρνησης της Γερμανίας να συνειδητοποιήσουν ότι ο ατομικισμός οφείλει να αντισταθμίζεται από την αρχή της κοινωνικότητας και της ανθρωπιάς. Έκτοτε έγιναν πολλά, προς σωστές και λανθασμένες κατευθύνσεις. Ένα αόρατο χέρι εκτίναξε στα ύψη συγκλητικούς και πληβείους. Δεν φρόντισε, όμως, να στήσει δίχτυ ασφαλείας εκεί λίγο πριν σωριαστούν οι πληβείοι στο έδαφος, άμορφες μπάλες όλοι εμείς, αποκαλύπτοντας ότι η ανθρωπιά και η αρχή της κοινωνικότητας δεν ήταν παρά αρρωστημένα κύτταρα σ’ ένα υπό κατάρρευση σώμα.
Προ ημερών έπεσε στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Η Έβδομη Μέρα». Ενδιαφέρον ως προς τους συμβολισμούς του, αναφέρεται στα πάθη και στις αδυναμίες των πολιτικών, αλλά και στην «ύβρι» της εξουσίας, που επί σειρά ετών μεγάλη μερίδα των Ελλήνων χειροκρότησε. «Ύβρις στην πολιτική και την ηγεσία δεν είναι μόνο η εκτροπή του χαρίσματος προς την αλαζονεία, τον μεσσιανισμό, τη δημαγωγία, τον φανατισμό, τη γενίκευση της διπλής γλώσσας και της διπλής ηθικής, τη σωτηριολογία και την ταύτιση του εγώ με το έθνος και το κράτος, την ασυγκράτητη επιθετικότητα και την ταπείνωση του ηττημένου αντιπάλου. Ύβρις υπάρχει και όταν ένας ηγέτης τυπικά “σεμνός και ταπεινός” ολιγωρεί, χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, αρνείται τα προβλήματα, αψηφά τις προληπτικές προειδοποιήσεις, είναι ανίκανος να αξιολογήσει τους κινδύνους, επιδεικνύει ξεροκεφαλιά και εμμένει σε σχήματα που έχουν αποδειχθεί αντιπαραγωγικά…». Κι έφτασε ο λόγος αυτός στ’ αυτιά μου σαν μια κραυγή που με εκτόξευσε κατ’ ευθείαν στη διάσημη «Κραυγή» του Εντβαρντ Μουνκ του συμβολιστή Νορβηγού ζωγράφου, έργα του οποίου εκτίθενται αυτές τις μέρες στο Μουσείο Ηρακλειδών, στο Θησείο.
Το Μουσείο Ηρακλειδών, υπό την αιγίδα της νορβηγικής πρεσβείας στην Ελλάδα, φιλοξενεί έργα του Νορβηγού ζωγράφου, που έφτασαν στην Αθήνα προερχόμενα από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ισραήλ. Τα έργα του Μουνκ μελαγχολικά, σκοτεινά, αναδεικνύουν τον συναισθηματικό πόνο και το ασταθές του χαρακτήρα του. Ήταν η φυματίωση, ο αλκοολισμός και ο θάνατος που τον έπλασαν έτσι. Επηρεάστηκε όμως πολύ από τους μποέμ της Κριστιανίας αρχικά, το κίνημα των λογοτεχνών και ζωγράφων, οπαδών του Καντ και του Χέγκελ και από τους μποέμ του Βερολίνου αργότερα, άτομα με αδυναμία στο αψέντι και το αχαλίνωτο σεξ. Φαίνεται όμως ότι επηρεάστηκε και από τον Νίτσε, του οποίου έφτιαξε το πορτρέτο. Από τα έργα του ξεχώρισαν μέσα στον χρόνο η «Κραυγή» και η «Μαντόνα». Ειδικότερα η «Κραυγή» εξακολουθεί να συγκλονίζει. Είναι ο διάχυτος φόβος για έναν κόσμο δίχως θεό, ο πόνος και το αδιέξοδο της ψυχής του ζωγράφου που τρομάζουν. Ίσως γιατί ο Μουνκ, εγκλωβισμένος στη δική του φθαρμένη από την αγωνία ψυχή, δεν κατάφερε να αντιληφθεί αυτό που ο Γκαίτε εννοούσε, λέγοντας: αγκαλιάζω με το βλέμμα τρεις χιλιετίες. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς σήμερα, αρνούμενοι να διδαχτούμε απ’ τους αιώνες που ’χουμε αφήσει πίσω μας.