Η παγκοσμιοποίηση υποτίθεται ότι θα άλλαζε την Κίνα, όμως τελικά η Κίνα αλλάζει τον κόσμο

Economist

 Όταν –στις αρχές του 2020– η Covid-19 σχεδόν πάγωσε την Κίνα επί πολλές εβδομάδες, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν μια διαφορετική εκδοχή της παγκοσμιοποίησης: μια παγκοσμιοποίηση που δεν θα είχε στην καρδιά των πραγμάτων την Κίνα. Εκείνο που ακολούθησε ήταν πανικός.

Οι ξένες επιχειρήσεις ομολόγησαν ότι είχαν καταστεί υπερβολικά εξαρτημένες από την Κίνα, την οποία θεωρούσαν πλέον εύκολο αλλά και καλύτερο τόπο παραγωγής των προϊόντων τους, όμως και αγορά για τη διάθεσή τους. Αυτό ίσχυε τόσο για προϊόντα εξαγωγής όσο και για το εσωτερικό εμπόριο. Έτσι που ο νέος ιός επέπεσε σ’ ένα έδαφος που είχε ήδη διαμορφωθεί από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, θεωρήθηκε ότι θα αποτελούσε σωτήριο σοκ, το οποίο θα επέφερε μεγάλες αλλαγές. Οι ξένες επιχειρήσεις ανακοίνωσαν αποφάσεις για δημιουργία ανθεκτικότερων προμηθευτικών αλυσίδων με διαφοροποίηση της παραγωγής τους σε άλλες χώρες, όσο κι αν διαβεβαίωναν ότι θα διατηρούσαν «μονάδες παραγωγής στη Κίνα, για την Κίνα» – για όταν θα ανέκαμπτε η κινεζική ζήτηση.

Μετά από έναν χρόνο, το κλίμα είναι πλέον σαφώς διαφορετικό. Σχεδόν 600 εταιρείες απάντησαν σε ετήσια έρευνα γνώμης με αντικείμενο την επιχειρηματική εμπιστοσύνη: η έρευνα αυτή διεξήχθη από το Εμπορικό Επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα και δημοσιοποιήθηκε στις 8 Ιουνίου. Περιγράφει απογείωση της αισιοδοξίας για την Κίνα, με τον ρυθμό ανάπτυξής της να έχει επανέλθει πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Τα τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών εταιρειών ανέφεραν ότι υπήρξαν κερδοφόρες το 2020 στην Κίνα, πράγμα που τους επέτρεψε μάλιστα να εμβάσουν κέρδη στις μητρικές εταιρείες τους, οι οποίες υπέφεραν από αρνητικά αποτελέσματα σε άλλα μέρη του κόσμου.

Η αισιοδοξία διαφέρει από κλάδο σε κλάδο. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων και οι παραγωγοί ειδών πολυτελείας πραγματοποίησαν ιδιαίτερα υψηλές πωλήσεις, καθώς οι εύποροι Κινέζοι –που στερήθηκαν τα ταξίδια στο εξωτερικό λόγω απαγορεύσεων μετακίνησης την εποχή της πανδημίας– στράφηκαν στα ψώνια. Ένα 91% των εταιρειών ανέφεραν ότι θα διατηρήσουν τις επενδύσεις τους στην Κίνα αντί να τις μετακινήσουν αλλού. Πάνω από το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων μεταποίησης εγκαθιστούν ακόμη περισσότερο τις προμηθευτικές τους αλυσίδες στην Κίνα: το ποσοστό αυτό είναι πενταπλάσιο από εκείνο των εταιρειών που μετακινούνται προς το εξωτερικό.

Είναι ωστόσο εντυπωσιακό να σημειώσει κανείς ότι οι ίδιες εταιρείες που και στο παρελθόν δήλωναν σκεπτικισμό ως προς το αν η Κίνα θα ανοίξει τις αγορές της, ή πάλι θα αντιμετωπίζει σε ίση βάση εγχώριες και ξένες εταιρείες, συνεχίζουν να δηλώνουν και τώρα την ίδια άποψη. Επίσης, το ίδιο ποσοστό όπως και πριν (το ένα έκτο) αναφέρουν ότι υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν στην Κίνα τεχνολογίες, προκειμένου να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στην εκεί αγορά. Τα δύο πέμπτα των εταιρειών δηλώνουν ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Κίνα παραμένει το ίδιο πολιτικοποιημένο όπως και πριν: το ποσοστό μάλιστα αυτό θα ήταν υψηλότερο αν η έρευνα είχε διεξαχθεί αφότου ελήφθησαν τα πρόσφατα μέτρα κυρώσεων από πλευράς Κίνας έναντι Ευρωπαίων πολιτικών, ή πάλι από τη δημιουργία από τα κινεζικά μίντια ρεύματος για καταναλωτικό μποϊκοτάζ στα προϊόντα της H&M και άλλων εταιρειών ενδύσεως, σε απάντηση προς τις ευρωπαϊκές καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη δυτική επαρχία του Σινγιάνγκ.

Οι ευρωπαϊκές εταιρείες αναφέρουν ότι έχασαν επιχειρηματικές ευκαιρίες λόγω νόμων οι οποίοι απαιτούν οι ευαίσθητες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην Κίνα να είναι ασφαλείς αλλά και ανοιχτές σε έλεγχο από τις κινεζικές αρχές. Η ισχύς αυτών των νόμων ενισχύεται από κανόνες οι οποίοι απαγορεύουν σε πολλές περιπτώσεις τη μεταβίβαση δεδομένων πέρα από τα κινεζικά σύνορα. Αυτό υποχρεώνει τις πολυεθνικές να διατηρούν διπλές βάσεις δεδομένων, υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και συστήματα λογισμικού για αποκλειστική χρήση στην Κίνα, καθώς και να προσλαμβάνουν ερευνητικές ομάδες αποτελούμενες από Κινέζους και μόνο για τοπική λειτουργία. Όλο και συχνότερα πλέον, εξηγεί ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Γιεργκ Βούτκε, οι επιχειρήσεις αυτές είναι αναγκασμένες να διατηρούν μια σειρά λειτουργιών για την Κίνα και μιαν άλλη για τον υπόλοιπο κόσμο.

Ένας κυνικός Κινέζος αξιωματούχος θα μπορούσε να ακούει όλες αυτές τις γκρίνιες των στελεχών επιχειρήσεων σχετικά με τις δυσχέρειες που εμφανίζει η Κίνα και να διερωτηθεί γιατί τότε τα ίδια αυτά στελέχη προχωρούν την ίδια στιγμή σε νέες επενδύσεις εκεί. Ένας τέτοιος αξιωματούχος θα μπορούσε μάλιστα να σημειώσει ότι ορισμένες σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείες αντιδρούν στους ελέγχους εξαγωγής ευαίσθητων τεχνολογιών που επιβάλλουν οι ΗΠΑ με το να αποσύρουν βιομηχανικές μονάδες τους από την Αμερική, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να εξυπηρετούν Κινέζους πελάτες. Μιλώντας εμπιστευτικά, Ευρωπαίοι επιχειρηματίες παραδέχονται ότι διαθέτουν όλο και λιγότερα μέσα πίεσης οσάκις προσπαθούν να πείσουν την Κίνα ότι είναι προς το συμφέρον της ίδιας της χώρας να ανοίξει. Ορισμένοι αρχίζουν να θέλουν να χρησιμοποιήσουν μηχανισμούς πίεσης εναντίον κινεζικών συμφερόντων στην Ευρώπη, όπως μηχανισμούς διαλογής των επενδύσεων με κανόνες που θα επιβαρύνουν το κόστος προϊόντων ή εταιρειών που έχουν ισχυρό αποτύπωμα σε άνθρακα (και που επιδοτούνται κατά πολύ από το κινεζικό Δημόσιο).

Η Κίνα επί Σι Ζινπίνγκ δείχνει επιλεκτική όσον αφορά την υποδοχή που επιφυλάσσει στις ξένες επιχειρήσεις. Πλέον ευνοημένες είναι εκείνες που πουλούν προϊόντα τα οποία δεν μπορεί να κατασκευάσει από μόνη της η Κίνα, όπως χημικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ή εργαλειομηχανές: η παρουσία αυτών των επιχειρήσεων στην Κίνα προσελκύει άλλωστε εκεί και εξειδικευμένους προμηθευτές. Αυτές λοιπόν οι επιχειρήσεις γίνονται δεκτές με ανοιχτές αγκάλες: τους επιτρέπεται να δημιουργούν πλήρως ελεγχόμενες θυγατρικές, ενώ δεν αντιμετωπίζουν τα διοικητικά εμπόδια που βρίσκουν μπροστά τους οι λιγότερο ευνοούμενοι ανταγωνιστές. Η αμέσως επόμενη κατηγορία ξένων εταιρειών είναι εκείνη που παράγει προϊόντα τα οποία αγαπούν οι Κινέζοι καταναλωτές – για παράδειγμα, ακριβά ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Αυτές, το κινεζικό Δημόσιο τις ανέχεται ενόσω παράγουν στην Κίνα, απασχολούν Κινέζους εργάτες και κινεζικά ανταλλακτικά και πληρώνουν στο κινεζικό Δημόσιο φόρους.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι επωφελής για τις συγκεκριμένες εταιρείες: κάποιες πολυεθνικές πραγματοποιούν μέχρι και τις μισές πωλήσεις τους στην Κίνα. Αυτό όμως ισχύει μόνο και μόνο επειδή λειτουργούν εντός των Σινικών τειχών. Η Κίνα δεν αποτελεί συνολικά ιδιαίτερα σημαντική αγορά για τις εξαγωγές Δυτικών προϊόντων: πράγματι, η ΕΕ περισσότερες πωλήσεις πραγματοποιεί στη Βρετανία απ’ όσες στην Κίνα…

Όσο περνάει ο καιρός γίνεται δυσκολότερο να φέρνει κανείς ξένα στελέχη να εργασθούν στην Κίνα. Αυτό ίσχυσε ακόμη περισσότερο στη φάση της πανδημίας του κορονοϊού. Βέβαια, οι προσλήψεις επιτόπιου δυναμικού δεν είναι κακή ιδέα: η χρήση μέτριων στελεχών από το εξωτερικό, και μάλιστα με αδικαιολόγητα προνόμια εκπατρισμού, διήρκεσε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Ωστόσο, σε μια Κίνα που διατηρεί παράδοση οργισμένου εθνικισμού, η χρήση εγχώριων στελεχών έχει τα δικά της προβλήματα. Οι Κινέζοι που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις τείνουν να υιοθετούν την άποψη της δικής τους κυβέρνησης σε περιπτώσεις μεταρρυθμίσεων που καθυστερούν, ή πάλι σε ζητήματα με πολιτική χροιά, όπως η καταπίεση στο Χονγκ Κονγκ ή το Σινγιάνγκ. Άλλοι πάλι έχουν βαρηκοΐα έναντι της πολιτικής της Δύσης.

Το εθνικό στοιχείο στις πολυεθνικές

Στη Δύση, τα Διοικητικά Συμβούλια παραδοσιακά ασχολούνται με τις εκθέσεις οικονομικής βιωσιμότητας των επενδύσεων. Τώρα, χρειάζεται να ασχολούνται και με πιο φιλοσοφικά ζητήματα: θέλουν όντως οι επιχειρήσεις τους να λειτουργήσουν στην Κίνα κινεζικές επιχειρήσεις, δηλαδή να απασχολούν όλο και λιγότερους ξένους, προκειμένου να γεννούν κέρδη τα οποία θα μοιράζονται με πολυεθνικούς μετόχους; Αν παρόμοιες πρωτοβουλίες στραφούν στις εθνικές τους κυβερνήσεις στη Δύση για βοήθεια, θα τους παρασχεθεί η βοήθεια αυτή; Έμπειρα επιχειρηματικά στελέχη μιλούν για περιορισμένες επιλογές. «Μπροστά σας έχετε μια στάθμιση διακινδύνευσης», εξηγεί ένα τέτοιο στέλεχος: «της διακινδύνευσης του να μην είσαι παρών εδώ, έναντι της διακινδύνευσης του να έχεις έρθει».

Την ίδια στιγμή, η κοινή γνώμη στη Δύση στρέφεται σε όλο και πιο εχθρική κατεύθυνση απέναντι σε μια Κίνα που θεωρείται σκοτεινά δικτατορική. Η διαφοροποίηση δραστηριοτήτων δεν είναι πλέον οικονομικά αποδοτική. Όμως, πολιτικά, ο κόσμος οδηγείται σε δημιουργία νέων αποστάσεων. Αυτό το σοκ θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις, οι οποίες θα διαρκέσουν.

economia.gr