Το “Belfast” με το βλέμμα του Κένεθ Μπράνα
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ /ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΕΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Την ώρα που ένας πλανήτης σε καραντίνα έψηνε banana breads, ταξινομούσε βιβλιοθήκες από την αρχή και ξεμπέρδευε με ανεξάντλητες watchlists, ο Κένεθ Μπράνα είδε το άνοιγμα μιας νέας ευκαιρίας.
Την άνοιξη του ’20, με όλες τις δουλειές του σε αναβολή ή ματαίωση, είχε έπειτα από καιρό το χρόνο για ουσιαστική ενδοσκόπηση. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, βέβαια, το πήρε πολύ σοβαρά το θέμα, με αποτέλεσμα να γράψει μέσα σε λίγες εβδομάδες το σενάριο του ημι-αυτοβιογραφικού “Belfast”, το οποίο εξίσου γρήγορα πήρε το δρόμο των γυρισμάτων για το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Παρότι η ταινία αποτέλεσε προϊόν της πανδημίας, το περιεχόμενό της δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο μακριά από αυτήν.
Θεοί και δαίμονες
Ο Μπράνα για να γράψει το “Belfast” ανέτρεξε στην παιδική ηλικία του. Συγκεκριμένα τη δεκαετία του ’60, όταν η πρωτεύουσα της Βορείου Ιρλανδίας έγινε το πεδίο διαδοχικών αναταραχών με τους δρόμους των εργατικών συνοικιών να μετατρέπονται σε πεδίο μάχης ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ήταν η εποχή της έναρξης των λεγόμενων “Troubles”, δηλαδή των βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα στους προτεστάντες και τους καθολικούς Ιρλανδούς με επίκεντρο το Μπέλφαστ, αλλά όχι μόνο, οι οποίοι διήρκεσαν με αυξομειούμενη ένταση έως το 1998. Βέβαια, η θρησκευτική διαφορά δεν αποτέλεσε τη βασική αιτία της άτυπα εμφύλιας κόντρας. Στην καρδιά του διχασμού βρίσκονται μια σειρά πολιτικών διαφορών, με κυρίαρχη εκείνη της ένωσης με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Οι προτεστάντες του Βορρά επιθυμούσαν την παραμονή στην επικράτεια της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ οι καθολικοί αρνούνταν να υπακούσουν στο Στέμμα. Το εν λόγω εθνικό ζήτημα είναι ταυτόσημο με την ιρλανδική ιδιοσυγκρασία, γι’ αυτό και στην ταινία ο Μπράνα το θίγει κιόλας από την εναρκτήρια σεκάνς. Ο ανέμελος πιτσιρικάς Μπάντι (Τζουντ Χιλ) παίζει στη γειτονιά του όταν αιφνιδιαστικά ένας όχλος προτεσταντών επιδίδεται σε ένα είδος πογκρόμ κατά καθολικών. Την ώρα που ο μικρός προσπαθεί να κρυφτεί, η αθωότητά του παραβιάζεται αιφνιδιαστικά από την αδικαιολόγητη βία και ο (προτεστάντης) Μπάντι δυσκολεύεται να καταλάβει γιατί οι φίλοι του γίνονται στόχος πετροπόλεμου. Για τον 61χρονο σήμερα Μπράνα, πάντως, χρειάστηκε κατά δήλωσή του να περάσουν πενήντα χρόνια ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια των αναταραχών…
Ιστορίες από το ταξικό μέτωπο
Μέσα από τα μάτια του νεαρού ήρωα ξεδιπλώνονται, με δικαιολογημένη εξιδανίκευση, οι αντιφάσεις της δύσκολης ζωής στην τότε εργατική τάξη του Μπέλφαστ. Η μητέρα του Μπάντι, την οποία ενσαρκώνει η Καϊτριόνα Μπάλφι στην καλύτερη ερμηνεία της ταινίας, μεγαλώνει μόνη τους δύο γιους της, καθώς ο πατέρας (Τζέιμι Ντόρναν) λείπει στην Αγγλία δουλεύοντας σε εργοτάξια. Η καλοσυνάτη διάθεση των γονιών και το πικρό χιούμορ ξορκίζουν προσωρινά τα άγχη των χρεών, των ανύπαρκτων προοπτικών, οι συγκρούσεις στους δρόμους όμως δεν σταματούν. Όπως δεν αργεί και η ώρα που η μετανάστευση μπαίνει ανάμεσα στις επιλογές του ζευγαριού για κάτι καλύτερο. Μια πορεία σκέψης που ακολούθησαν στα 60s εκατοντάδες άλλοι συμπατριώτες τους, οι οποίοι εγκλωβισμένοι σε οικονομικά αδιέξοδα αναζήτησαν εναλλακτικές σε άλλες χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Δεν ήξεραν για brain drain τότε… Αυτό συνέβη, φυσικά, και στον Μπράνα, ο οποίος σκύβει πάνω στους χαρακτήρες του με περίσσια τρυφερότητα, απεικονίζοντάς τους σαν άγιους με λιγοστά ψεγάδια. Εκείνος, όμως, στα ‘70s δεν απομακρύνθηκε ιδιαίτερα από την πατρίδα του, περνώντας απέναντι στο Ρέντινγκ της Αγγλίας και χάνοντας την προφορά, αλλά όχι τις αναμνήσεις από το Μπέλφαστ.
Ανάμεσα σε δύο σκηνές
Η ζωή στην αντίπερα όχθη δεν εξελίχθηκε καθόλου άσχημα για τον Μπράνα. Όταν άρχισε την υποκριτική καριέρα του τη δεκαετία του ’80, ένα έργο που αφορούσε τη γενέτειρά του τον ώθησε στο προσκήνιο. Η παραγωγής BBC τριλογία “Billy Plays” (1982-1984) αφορούσε τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων την ίδια εποχή στην οποία τοποθετείται το “Belfast”, μακριά ωστόσο από το θόρυβο των “Troubles”. Ο κοινωνικός ρεαλισμός που υιοθέτησε ως ύφος ο δημιουργός της σειράς Γκράχαμ Ρέιντ μοιάζει απίθανο να μην επηρέασε έστω και υποσυνείδητα τον Μπράνα. Για τον ίδιο, βέβαια, το πέρασμα στη μεγάλη οθόνη θα καθυστερούσε λίγο ακόμα. Προηγήθηκαν τα απανωτά σουξέ στο βρετανικό θέατρο, όπου ταυτίστηκε με τους μεγάλους σαιξπηρικούς ρόλους, τους οποίους στη συνέχεια μετέφερε στον κινηματογράφο. Μπροστά και πίσω από την κάμερα στο υποψήφιο για δύο Όσκαρ “Ερρίκος ο Πέμπτος” (1989), αργότερα ξανά για το διασκευασμένο σενάριο του “Άμλετ” (1996), με τις σαιξπηρικές σινε-απόπειρες του Μπράνα να συμπληρώνονται από τρεις ακόμα άνισους τίτλους (“Πολύ Κακό για το Τίποτα” – 1993, “Αγάπης Αγώνας Άγονος” – 2000, “Όπως σας Αρέσει” – 2006) και την ξεχασμένη βιογραφία του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα (“All is True” – 2018).
Χωρίς να αφήσει το θεατρικό σανίδι, ο δημιουργός κατάφερε κάτι που λίγοι έχουν φέρει εις πέρας. Σαν άλλος παίκτης-προπονητής, διέγραψε μια εμπορικά επιτυχημένη κινηματογραφική καριέρα ως σκηνοθέτης ή πρωταγωνιστής ή ενίοτε και τα δύο, διατηρώντας πάντα μια λουσάτη καλλιτεχνική αισθητική. Μετά τα πιντερικά “Παιχνίδια Μυαλού” (2007), ο Μπράνα έδωσε feelgood υπερηρωική ώθηση στο πρώτο “Thor” (2011), προτού αποδώσει με mainstream μεγαλοπρέπεια το παραμύθι της “Σταχτοπούτας” (2015). Το μεγαλύτερο σουξέ του μέχρι σήμερα, βέβαια, παραμένει το “Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές” (2017), η εμπορικότερη ταινία εκείνης της χρονιάς στην Ελλάδα, κάτι που φιλοδοξεί να επαναλάβει με το προσεχές “Έγκλημα στο Νείλο”. Μετά τον Σαίξπηρ παίρνει κι η Αγκάθα Κρίστι σειρά στο μύλο του Μπράνα…
Η ώρα των Όσκαρ
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το “Belfast” αποτελεί νούμερο ένα φαβορί στα βραβεία της Ακαδημίας. Η κατάκτηση του βραβείου κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο, το οποίο τα τελευταία χρόνια “μαντεύει” σχεδόν πάντα τον οσκαρικό νικητή, σε συνδυασμό με την υποψηφιότητα καλύτερης διανομής στα SAG και τη Χρυσή Σφαίρα πρωτότυπου σεναρίου, δίνουν πολλές ελπίδες στο φιλμ του Μπράνα. Πάντως, είναι πιθανότερο να κερδίσει Όσκαρ η ταινία παρά να πάρει πρωτάθλημα η Τότεναμ, όπως δημόσια έχει υποστηρίξει ο σκηνοθέτης…