– Ωραιότατα τα ταρτάκια που έφερες! Μπράβο!

– Ε, ξέρω να διαλέγω γλυκά!

– Και γιατί κερνάς σήμερα;

– Παιδί μου, δεν είναι του Αγίου Βαλεντίνου; Ξεχάστηκες;

– Και κερνάς το κομμωτήριο;

– Ε, ποιον να κεράσω;

– Να τα πας στο σπίτι, ας πούμε, και να τα βγάλεις στον άντρα σου το βράδυ;

– Ταρτάκια στον Φραγκίσκο; Τρελάθηκες;

– Γιατί, μωρή;

– Παιδί μου, έχει ζάχαρο.

– Α, τότε πάσο. Πάρε ένα μπουκάλι κρασί να πιείτε οι δυο σας.

– Απαπαπα! Έχει πίεση! Αν πιει έστω και λίγο, θα γίνει θερμοσίφωνο.

– Αχ, μωρέ τον κακόμοιρο. Φτιάξ’ του, τότε, ένα ωραιότατο φιλετάκι στον ατμό να δειπνήσετε σαν πιτσουνάκια.

– Κρέας; Ο Φραγκίσκος; Θα στουμπώσει εντελώς.

– Και δυσκοίλιος;

– Παιδιόθεν!

– Ε, τότε παρ’ του ένα κιλό δαμάσκηνα να ξεμπουκώσει ο άνθρωπος.

– Και να φτύνει από εδώ κι από ‘κει τα κουκούτσια και να τρέχω από πίσω με το φαράσι; Δεν είσαι με τα καλά σου.

– Και πώς σκέφτεσαι να το γιορτάσετε απόψε;

– Πρέπει να γιορτάσουμε απόψε, δηλαδή, ε;

– Ε, όσο να πεις…

– Τότε θα του πάρω μια εφημερίδα να ξελαμπικάρει.

– Με εφημερίδα θα γιορτάσετε;

– Ε, ναι. Θα είναι το δώρο μου. Του την έχω κόψει κι αυτή.

– Αυτή γιατί του την έκοψες;

– Να φτύνει τις σελίδες για να τις γυρίσει, να γεμίζει μελάνι τις δαχτυλάρες του, να πιάνει μετά τους τοίχους… Απαπαπα!

– Σίγουρα θέλεις να γιορτάσεις του Αγίου Βαλεντίνου μαζί του;

– Ε, όχι μωρή. Δεν θέλω. Τι σου λέω τόσην ώρα; Εσύ μου κολλάς να κάνω ετοιμασίες και μου έχεις σπάσει τα νεύρα.

– Ε, άσ’ το ρε παιδάκι μου, να ησυχάσεις κι εσύ, να ησυχάσουμε κι εμείς.

– Αυτό κάνω, το αφήνω. Άι μπουκώσου τώρα και μην μιλάς.