Η έρημος των Ταρτάρων – Ντίνο Μπουτζάτι
Για το μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι «Η έρημος των Ταρτάρων» και τη συλλογή διηγημάτων του «Οι επτά αγγελιοφόροι», σε μετάφραση –και των δύο– της Μαρίας Οικονομίδου για τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο Ντίνο Μπουτζάτι (1906-1972) είναι μια σπουδαία μορφή των ιταλικών γραμμάτων, του οποίου η αξία ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται, ενώ η πολύπλευρη προσωπικότητά του διαχέεται τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωγραφική.
Απόφοιτος της Νομικής βιοπορίστηκε σχεδόν εξαρχής ως δημοσιογράφος, αλλά συνάμα καλλιέργησε εμβριθώς τη λογοτεχνία, από το μυθιστόρημα Ο Μπαρναμπό των βουνών (1933) έως την Έρημο των Ταρτάρων (1940) κι από την Κατάρρευση της Μπαλιβέρνα (1954) μέχρι τα Εξήντα διηγήματα (Βραβείο Strega 1958), το Ένας έρωτας (1963), τις Δύσκολες νύχτες (1971) κλπ.
Τα δύο βιβλία που με απασχολούν εδώ δημοσιεύτηκαν στα ιταλικά σχετικά κοντά, 1940 και 1942 αντίστοιχα, και διακρίνονται από ένα είδος αφηρημένου συμβολισμού όσο και ακριβούς περιγραφής. Τα σκηνικά του Ντίνο Μπουτζάτι είναι άκρως ρεαλιστικά, αν και όλοι νιώθουμε ότι ξεφεύγουν από το πραγματικό και ανάγονται στο πιθανό, που μοιάζει απίθανο, και το αληθοφανές, που ίσως να μην μπορεί ποτέ να πραγματωθεί. Αυτός ο διττός χαρακτήρας τους κάνει τα κείμενά του προσιτά και δελεαστικά στην ανάγνωση αλλά και δεκτικά σε προβληματισμούς και βαθύτερες ερμηνείες.
Τα σκηνικά του Ντίνο Μπουτζάτι είναι άκρως ρεαλιστικά, αν και όλοι νιώθουμε ότι ξεφεύγουν από το πραγματικό και ανάγονται στο πιθανό, που μοιάζει απίθανο, και το αληθοφανές, που ίσως να μην μπορεί ποτέ να πραγματωθεί.
Στην Έρημο των Ταρτάρων ένας νεαρός αξιωματικός αποστέλλεται σε ένα προκεχωρημένο οχυρό, όπου η απειλή των βαρβάρων είναι πιθανή κι όλοι ζουν μέσα σε τεταμένη εγρήγορση αλλά και βαλτωμένη αναμονή, η οποία τους κουράζει. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής Τζοβάνι Ντρόγκο μοιράζεται ανάμεσα στον πρόσκαιρο, όπως θα ήθελε να είναι, διορισμό του και στην προσδοκώμενη όσο κι απευκταία εισβολή των μυθικών Ταρτάρων, χωρίς τελικά κανένα από τα δύο να συμβαίνει.
Καβαφικές συνδηλώσεις
Στηριγμένο εμφανώς στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1904), το μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα επικεντρώνεται στην έννοια της απειλής η οποία ίσως είναι «μια κάποια λύσις». Ενώ όμως ο Κ. Καβάφης εστιάζει στη μοιρολατρία που κάνει τους ανθρώπους απαθείς και ντετερμινιστικά άβουλους, ο Ντίνο Μπουτζάτι οδηγεί σταδιακά τους ήρωές του μέσω της στασιμότητας της ζωής τους στην αναζήτηση ενός στόχου, ακόμα κι αν αυτός είναι επικίνδυνος κι απειλητικός.
Το ποίημα του Κ. Καβάφη αναδεικνύει την αδράνεια ως στάση ζωής, όταν μια ολόκληρη κοινωνία θεωρήσει το κακό σωτηρία. «Η αναζήτηση αυτού ακριβώς του “άλλοθι” μεταξύ ελπίδας και απελπισίας ωθεί τους πατρικίους […] να αναμένουν υπομονετικά τη σωτηρία από την πλευρά των βαρβάρων» (Μάρθα Βασιλειάδη, Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, θέματα, μοτίβα, μτφρ. Τ. Καραβία, προλ. R. Lavagnini, Gutenberg, Αθήνα 2018). Αυτό το μοτίβο είναι σε ευρύτερη χρήση την εποχή εκείνη, καθώς οι βάρβαροι «οι οποίοι ενσαρκώνουν το απόλυτο κακό, αλλά συγχρόνως είναι και φορείς μιας αναζωογονητικής πνοής σε έναν κόσμο γερασμένο και ασθενικό», αναδεικνύονται «σε κοινό τόπο άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια της Παρακμής» (Μ. Βασιλειάδη, ό.π., σ. 208).
Η έλευση του αναμενόμενου κακού, όπως φαίνεται στο ποίημα του Κ. Καβάφη, τις περισσότερες φορές ματαιώνεται κι αποδεικνύεται ότι συχνά είναι ένας κατασκευασμένος κίνδυνος, ανυπόστατος κι εντέλει κενός νοήματος. Έκτοτε χρησιμοποιείται και στην πεζογραφία, η οποία στοχάζεται πάνω στον κίνδυνο ως ψυχολογικό δεδομένο μιας ενίοτε ανύπαρκτης απειλής. Στο ομόθεμο μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι οι άφαντοι μέχρι τέλους Τά(ρ)ταροι, άλλοι βάρβαροι εκ βορρά κι αυτοί, καθιστούν απαραίτητο το Οχυρό, τις δεκάδες στρατού και όλες τις φοβίες του, μακριά από τις πόλεις και τον πολιτισμό.
Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1980, ο νοτιοαφρικανός συγγραφέας John Maxwell Coetzee δανείζεται αυτούσιο τον τίτλο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Κ. Καβάφη στο μυθιστόρημά του Waiting for the Barbarians. Στην περίοδο του Απαρτχάιντ σε ένα στρατόπεδο –άγνωστο πού, όπως και στο μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι– οι μαύρες φυλές είναι οι εμφανείς «βάρβαροι», τους οποίους οι λευκοί άποικοι συλλαμβάνουν και βασανίζουν. Τελικά, βάρβαροι και απολίτιστοι είναι οι άλλοι ή εμείς που τους συμπεριφερόμαστε βάναυσα, έχουμε την εξουσία και τη χρησιμοποιούμε εις βάρος τους, βρίσκοντας δικαιολογία τη «βάρβαρη» φύση και νοοτροπία τους; Η απειλή εδώ είναι κατασκευασμένη, καθώς οι εχθροί δεν υπάρχουν, αλλά είναι η δική μας προπαγάνδα που πλάθει εχθρούς για να δικαιολογήσει την όντως απολίτιστη στάση μας.
Το κοινό των δύο μυθιστορημάτων, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είναι ότι «και στις δύο αλληγορίες τα σύνορα αποτελούν πηγή δυνητικού κινδύνου. Καθώς είναι μια διαχωριστική γραμμή που έχει δημιουργηθεί από κάποιον στην αμφισβητούμενη γη, τα σύνορα είναι αναπόφευκτα ένα μέρος όπου το πρόβλημα εκδηλώνεται, κυκλικά, σε όλη την ιστορία» (Cristiana Pugliese, «Waiting on the Border: a Comparative Study of Dino Buzzati’s Il deserto dei Tartari and J.M. Coetzee’s Waiting for the Barbarians», περ. Journal Home, τόμ. 14, τχ. 2, 2001, σ. 58-79).
Αλληγορία για τον φασισμό, με προεκτάσεις
Ξαναγυρίζω στον Ντίνο Μπουτζάτι. Είναι οι βάρβαροι απαραίτητοι για να λειτουργεί το σύστημα και όλοι πείθονται ότι πρέπει να δαπανώνται δυνάμεις για την προστασία της κοινωνίας από αυτούς; Ή μήπως είναι το αναγκαίο κατασκεύασμα ώστε να είναι όλοι σε ετοιμότητα; Το μυθιστόρημα θεωρήθηκε ότι εστιάζει στη φασιστική νοοτροπία των Ιταλών την εποχή του Μουσολίνι, αλλά τελικά αποκτά διαχρονικότερες διαστάσεις, καθώς αφορά τα υπαρξιακά διλήμματα μιας αέναης αναμονής και μιας διαρκούς ματαίωσης. Οι βάρβαροι εισβολείς, είτε ως εξωτερική απειλή είτε ως εσωτερική αναστάτωση, δεν ευνοούν τις δραστικές λύσεις, ούτε την προγραμματισμένη αποχώρηση, ούτε τη θαρραλέα επίθεση, κι έτσι παθητικοποιούν το άτομο σε μια αέναη στασιμότητα.
Από την άλλη, τα διηγήματα της συλλογής Οι επτά αγγελιοφόροι ξεκινούν από το ύφος και το κλίμα του Η έρημος των Ταρτάρων και συνεχίζουν στο πνεύμα του νοθευμένου με το φανταστικό ρεαλισμού, του μυστηρίου αλλά και της αλληγορίας, που διακρίνουν γενικά τον Ιταλό συγγραφέα.
Το ομώνυμο διήγημα αναφέρεται με ζηνώνειο τρόπο στην απομάκρυνση από το παρελθόν, όπου όλο και λιγότερα μας συνδέουν μαζί του, σε ένα ταξίδι ώς τα όρια της ύπαρξής μας (αν υπάρχουν κι αυτά). Ακολουθούν ιστορίες για την υπόληψη του πρωταγωνιστή λόγω της οποίας θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του, για να ενταχθεί στη χορεία των νεκρών ηρώων και στην αχλή της υστεροφημίας («Η επίθεση στο μεγάλο κομβόι») και για την κατιούσα που παίρνει ο άνθρωπος, με αφορμή μια εκφυλιστική αρρώστια, πορεία που τον οδηγεί σε συμβιβασμούς αλλά και στην αναπόδραστη φθορά («Οι επτά όροφοι»).
Ο Ντίνο Μπουτζάτι, όπως υπαινίχθηκα και προηγουμένως, διεμβολίζει την πραγματικότητα με στοιχεία μυστηρίου, που ερωτοτροπούν με το φανταστικό. Σε μερικά διηγήματά του το απρόβλεπτο είναι απότοκος της μοίρας, της εγκεφαλικής λειτουργίας, της ψυχικής ανάγκης, ενώ σε άλλα είναι αποτέλεσμα της μαγείας και της ψευδαίσθησης, της υποβολής και της αυθυποβολής.
Ο Ντίνο Μπουτζάτι, όπως υπαινίχθηκα και προηγουμένως, διεμβολίζει την πραγματικότητα με στοιχεία μυστηρίου, που ερωτοτροπούν με το φανταστικό. Σε μερικά διηγήματά του το απρόβλεπτο είναι απότοκος της μοίρας, της εγκεφαλικής λειτουργίας, της ψυχικής ανάγκης, ενώ σε άλλα είναι αποτέλεσμα της μαγείας και της ψευδαίσθησης, της υποβολής και της αυθυποβολής. Πάντα μια απειλή, αδιόρατη, πιστευτή και μη πιστευτή, υποφώσκουσα, που άλλοτε τρομάζει κι άλλοτε δελεάζει, ελλοχεύει. Αυτή κανονικά πρέπει να κινητοποιεί και να κρατά σε εγρήγορση, αλλά, όπως συμβαίνει στο «Κι όμως, χτυπούν την πόρτα», ο κίνδυνος από το ποτάμι που έχει ξεχειλίσει δεν αναστατώνει την αρχοντική οικογένεια, η οποία πεισματικά ζει στη δική της «νιρβάνα» και παίζει μουσική σαν ορχήστρα, ενώ ο Τιτανικός βυθίζεται.
Υπάρχουν ακόμα εκείνα τα κείμενα όπου η όλη περιρρέουσα κατάσταση, με το μυστήριο και το μακρινό τοπίο της ερήμου (κοινό μοτίβο σε πολλά έργα του λογοτέχνη), υποβάλλει μια λεπτή συγκίνηση, μια ανθρωπιά, μια ψυχική αύρα, η οποία αγγίζει τον αναγνώστη με την υπαινικτική σιωπή της, όπως στο «Ο άνθρωπος που καβάλησε το καλάμι» το αίνιγμα γύρω από τον «θρασύ» νεαρό γιατρό δεν εξηγείται λόγω της αλαζονείας αλλά λόγω «ανώτερων» επιταγών.
Δυο κατηγορίες μοτίβων
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι στο έργο του Ντίνο Μπουτζάτι, τουλάχιστον στο μυθιστόρημα και τα ανά χείρας διηγήματα, υπάρχουν δύο κατηγορίες μοτίβων, το καθένα από τα οποία αποτελεί καθρέφτη και κλειδί για την κατανόηση του άλλου. Από τη μία, είναι το Άγνωστο, μακρινό φόβητρο αλλά συνάμα δελεαστικό, ακαθόριστος αλλά συνάμα ερεθιστικός μαγνήτης, όπως οι βάρβαροι, η έρημος, οι «εσχατιές της ανατολής», η κρημνώδης άνυδρη κοιλάδα και ο δράκος (στη «Θανάτωση του δράκου»), κι από την άλλη ο θάνατος που υπάρχει δίπλα μας ή μακριά μας, ασαφής όσο και σταθερά παρών, μεταφυσικός όσο και γενναιόδωρος (λ.χ. «Ο άνθρωπος που καβάλησε το καλάμι», «Ο Τσέβερε», «Ο μανδύας»). Αυτή η εμμονική επαναφορά τέτοιων θεμάτων δείχνει πως ο άνθρωπος πάντα φοβάται το άγνωστο που δεν ξέρει, το συνδέει άμεσα ή έμμεσα με το τέλος της ζωής, αναρωτιέται για το επέκεινα, χωρίς θεολογικές κατ’ ανάγκη ανησυχίες, αλλά με τα υπαρξιακά ερωτήματα να μην αφήνουν ήσυχη τη συνείδηση.
Η σαγήνη του Ντίνο Μπουτζάτι εκπορεύεται από τον υποβλητικό τόνο του, την καθηλωτική ατμόσφαιρα, το μυστήριο μέσα στην καθημερινότητα, το μεταφυσικό μέσα στον απόλυτο ρεαλισμό του, την υπαρξιακή συγκίνηση, τη σκληρή αναμονή, την πορεία προς το άγνωστο κι αινιγματικό, την ανθρώπινη αδυναμία που ενίοτε τιμωρείται, όταν φτάνει στην ύβρι… Είναι ένα άκρως ενδιαφέρον για τον αναγνώστη κράμα, που αποζημιώνει και επιβραβεύει την ενασχόληση μαζί του.