Αντώνης Μπουλούτζας: Ο δημοσιογράφος που τον σφιχταγκάλιασαν ποίηση και λογοτεχνία

                                      Συνέντευξη στη Ρίτσα Μασούρα

Συναντηθήκαμε τυχαία σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας, πολύ κοντά σε γνωστά βιβλιοπωλεία. Τον γνώρισα αμέσως από εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα που θυμόμουν όταν εργαζόμασταν και οι δύο στην Καθημερινή. Το ευτύχημα ήταν ότι με γνώρισε και αυτός, οπότε ανοίξαμε πηγαδάκι και ξεκινήσαμε το γνωστό παιγνίδι των αναμνήσεων. Και κάπως έτσι, ο Αντώνης Μπουλούτζας και εγώ, ανάμεσα σε θύμησες για τον κοινό μας βίο στην Καθημερινή, ανάμεσα σε κουβέντες για τις χαρές και τις λύπες, τις επιτυχίες, τις αποτυχίες, τα νέα ξεκινήματα, τις διαρκείς προσπάθειες να κρατηθούμε στον αφρό των πραγμάτων, συμφωνήσαμε να μου παραχωρήσει συνέντευξη με έμφαση στη δική του εξαιρετικά σημαντική λογοτεχνική δουλειά και τα βιβλία του για τα οποία αφιέρωσε μέρες και νύχτες απόλυτης και αποκλειστικής αγάπης

Αντώνη, παλιέ μου φίλε και συνάδελφε, πάμε να συζητήσουμε για όσα σε απασχολούν. Κι αυτό ας γίνει μια ευκαιρία, οι φίλοι, οι αναγνώστες της ιστοσελίδας, αλλά κι ένα ευρύτερο κοινό στα κοινωνικά δίκτυα να σε συναντήσουν πάνω στις ράγες της λογοτεχνικής σου πορείας και να γνωρίσουν το πώς ένας άριστος κατά κοινή ομολογία δημοσιογράφος, μπορεί να εξελιχθεί σε εξίσου άριστο συγγραφέα.

Ρίτσα Μασούρα: Από τη Δημοσιογραφία και την έκδοση δύο ιστορικών περιοδικών («Εικαστικά» και «ARTI»), για τη σύγχρονη τέχνη, πέρασες στον χώρο της Λογοτεχνίας, στην οποία έχεις αφοσιωθεί εδώ και μια εικοσαετία, και μάλιστα με εξαιρετική γραφή. Πώς συνέβη αυτό;

Αντώνης Μπουλούτζας: Στη δική μου περίπτωση, για να πω την αλήθεια, δεν ήταν ένα «πέρασμα» αλλά επιστροφή. Και τούτο, επειδή με τη Λογοτεχνία ασχολήθηκα, συγκεκριμένα με την Ποίηση, προτού αναζητήσω καταφύγιο στη Δημοσιογραφία για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους συγγραφείς. Το καταλαβαίνεις κι εσύ, επειδή είσαι ποιήτρια και επίσης επαγγελματίας δημοσιογράφος.

Ρ.Μ.: Υποθέτω, όμως, ότι το συγκεκριμένο επάγγελμα σε βοήθησε να αποκτήσεις ευχέρεια στον χειρισμό της γλώσσας, ώστε να γίνει ευκολότερη η «επιστροφή» που λες…

Α.Μ.: Προβάλλει λογικό, και δικαιολογημένα θεωρείται η Δημοσιογραφία ως ένα καλό βήμα για όποιον αισθάνεται ότι μπορεί να εκφραστεί και σαν συγγραφέας. Αυτό κατά έναν τρόπο ισχύει αλλά όχι απαραιτήτως για το μυθιστόρημα και το διήγημα. Η δημοσιογραφική γλώσσα είναι διαφορετική, προορισμένη να υπηρετεί συγκεκριμένους κανόνες διατύπωσης και μια αυστηρά ελεγχόμενη περιγραφή, και αυτό δεν το λέω υποτιμητικά. Απλώς, η Λογοτεχνία απαιτεί άλλες δεξιότητες, διαφορετικό ύφος, ανεξέλεγκτη φαντασία. Φυσικά, δεν αναφέρομαι στο Δοκίμιο, στα βιβλία Ιστορίας ή στα επιστημονικά συγγράμματα, όπου η δημοσιογραφική γλώσσα έχει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο. Έτσι, λοιπόν, πιστεύω ότι, το αντίθετο συμβαίνει· πολλοί πεζογράφοι και ποιητές βρίσκουν στη Δημοσιογραφία το ασφαλέστερο καταφύγιο για να «επιβιώσουν», ας το πω έτσι…

Ρ.Μ.: Σε αυτό προφανώς έχεις δίκιο. Πάντως, μου είναι λίγο δύσκολο να πιστέψω ότι κάτι που γίνεται καθημερινά επί δεκαετίες, για παράδειγμα η δημοσιογραφική λειτουργία, δεν βοηθάει και στη Λογοτεχνία. Η συνεχής τριβή με τη γλώσσα σίγουρα παρέχει σε κάποιον την ευχέρεια να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση και σε άλλον χώρο, όσο και αν αυτός είναι πολύ πιο απαιτητικός από εκφραστικής πλευράς.  Το ερώτημά μου λοιπόν επαναδιατυπώνεται ως εξής: έπειτα από τόσα χρόνια χρήσης του γραπτού λόγου, εσύ πώς βλέπεις τον εαυτό σου; Δημοσιογράφο ή πιο πολύ συγγραφέα;

Α.Μ.: Ως δημοσιογράφος, ξεκίνησα με χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα σε εβδομαδιαία έντυπα, ενώ από το 1969 ανέλαβα να γράφω σημειώματα σχετικά με θέματα τέχνης και κριτικές στις εφημερίδες «Ημερήσιος Κήρυξ» και «Νεολόγος» της Πάτρας. Με το ελεύθερο ρεπορτάζ, άρα και με την εξάσκηση στη δημοσιογραφική γλώσσα, ασχολήθηκα στην εφημερίδα «Ημέρα» από το 1972, με κορύφωση τα κείμενα που έγραφα καλύπτοντας τη δράση των φοιτητών της Πάτρας στο πλαίσιο των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Η σταδιοδρομία μου στη γενέτειρα πόλη τελείωσε το 1975, οπότε έφυγα στην Αθήνα και το 1976 έπιασα δουλειά στην «Καθημερινή» ως συντάκτης και αρχισυντάκτης ύλης. Έτσι, όταν ξαναβρήκα τη Λογοτεχνία, ξεκαθάρισα μέσα μου ότι δεν πρέπει να ξεχνάω πως αυτό πάνω στο οποίο θα δουλεύω εφεξής είναι η τέχνη του Λόγου… όπως ένας μηχανικός αυτοκινήτων ξέρει ότι αυτό πάνω στο οποίο δουλεύει είναι η μηχανή του αυτοκινήτου –για να παραφράσω τα λεγόμενα ενός κορυφαίου Ιταλού γλύπτη, του Luciano Fabro, που βεβαίως αναφερόταν στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζει την Τέχνη όποιος θέλει όχι απλώς να θεωρείται αλλά και να είναι καλλιτέχνης.

Ρ.Μ.: Και πότε έγινε αυτή η επιστροφή σου; Στη Λογοτεχνία εννοώ…

Α.Μ.: Επρόκειτο για κάτι το αναπάντεχο, ένα ξαφνικό και καλοδεχούμενο κύμα  που κατέκλυσε όλη μου την ύπαρξη. Συνέβη αφότου γνώρισα την Τήνο και μαγεύτηκα από την ομορφιά ενός παραδοσιακού οικισμού στην καρδιά του νησιού. Έτσι, γυρνώντας στην Αθήνα περί τα τέλη του καλοκαιριού του 1996 άρχισα να γράφω, και ολοκλήρωσα μέσα στο πλοίο προς Ραφήνα, το αρχικό κεφάλαιο, με τη μορφή προλόγου, για το πρώτο μου μυθιστόρημα. Αυτό ήταν! Ό, τι με τα χρόνια είχε καταπλακώσει βαθειά μέσα μου η πάλη για τον βιοπορισμό, τώρα ξυπνούσε. Ήταν σαν μια έκρηξη ηφαιστείου, έτσι την ένιωσα, το οποίο κοιμόταν για σχεδόν σαράντα χρόνια και ξεσπούσε ασυγκράτητο…

Ρ.Μ.: Το καινούργιο μυθιστόρημά σου, που κυκλοφόρησε πέρυσι τον Μάιο από τις εκδόσεις Νίκας έχει τίτλο «Το ξύπνημα της Πατρινέλλας»,  και μιλάει για ένα θρυλικό στοιχειό του Κάστρου της Πάτρας. Και τα άλλα δύο προηγούμενα βιβλία σου, πρώτα «Η Παναγία των αγγέλων» των εκδόσεων Καστανιώτη αλλά και το δεύτερο «Ο μεσολαβητής», από τις εκδόσεις Κριτική, αποτελούν μυθιστορήματα μεταφυσικής πλοκής. Σε ενδιαφέρει αυτού του είδους η υπέρβαση στη Λογοτεχνία;

Α.Μ.: Το υπερβατικό, το υπερφυσικό, με ενδιαφέρει, όπως το ίδιο ισχύει και για πολύ κόσμο, παρότι ελάχιστοι συντελεστές του εκδοτικού τομέα το αποδέχονται, ή αναγνωρίζουν ότι το αποζητάει μια αρκετά μεγάλη μερίδα αναγνωστών. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την εξάπλωση της εισαγόμενης Λογοτεχνίας που κινείται στις παρυφές του συγκεκριμένου θεματικού τομέα, στρέφεται προς αυτόν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του βιβλιόφιλου κοινού. Και ας μη ξεχνάμε ότι, και το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα ήταν τουλάχιστον παραμελημένο και εξοβελιστέο, υποβαθμισμένο ως λογοτεχνικό είδος έως πριν από μερικά χρόνια. Όσο για το μεταφυσικό, λοιπόν, θεωρώ ότι έχει και αυτό να κάνει με τη ζωή, τα όνειρα και τις ελπίδες μας. Όπως άλλωστε γράφω σε ένα κεφάλαιο του νέου μυθιστορήματός μου –αναφέροντας έναν υποθετικό διάλογο– το μεταφυσικό είναι η άλλη όψη του φυσικού, εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε, που το αρνούμεθα επειδή δεν προκύπτει από τις άμεσες ανάγκες μας, και ούτε φαίνεται. Όπως η πίσω πλευρά ενός νομίσματος. Κανείς δεν μπορεί να δει ταυτοχρόνως και τις δύο. Απλώς, γνωρίζουμε πως υπάρχουν, επειδή αρκεί μισή περιστροφή για να δούμε πότε τη μία και πότε την άλλη όψη. Διαφορετικά, χρειάζεται καθρέφτης. Το μεταφύσικο υπάρχει από τις απαρχές της ιστορίας, από τους θρύλους. Η Μυθολογία κάθε πολιτισμού είναι γεμάτη από σχετικές ιστορίες, οι οποίες μερικές φορές τυχαίνει και να συγκλίνουν στα όσα περιγράφουν.

Ρ.Μ.: Πόσο συχνά συμβαίνει να συνυπάρχουν με πειστικότητα το φυσιολογικό στοιχείο και το μεταφυσικό σε ένα μυθιστόρημα; Μάλιστα, αναρωτιέμαι έως ποιο βαθμό μπορεί να παρασυρθεί ο ορθολογιστής αναγνώστης και να εγκαταλείψει τη σιγουριά που του προσφέρει η απτή, η ορατή πραγματικότητα, την οποία βιώνει με ασφάλεια…

Α.Μ.: Είναι ένα πολύ καίριο ερώτημα και παραδέχομαι ότι πολύ δύσκολα μπορεί να απαντηθεί με ακρίβεια. Πάντως, σε ό, τι με αφορά, έχει να κάνει με το πώς οργανώνω κάθε ιστορία μου, προκειμένου να ξεδιπλωθεί η πλοκή του έργου με τρόπο που να παρασύρει τον αναγνώστη πότε προς τη μία όχθη της ύπαρξης και πότε προς την απέναντί της.

Ρ.Μ.: Για τη λειτουργία της αφήγησης κάθε πεζογράφος έχει τον δικό του τρόπο να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που του προσφέρουν η καθημερινότητα και οι σχέσεις των ανθρώπων, και υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να οδηγηθεί σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα, ανάλογα με τη θεματογραφία. Εσύ, ο Αντώνης Μπουλούτζας, πώς γράφεις ένα μυθιστόρημα φαντασίας ολότελα επινοημένο, όπως ξεκαθαρίζεις στις πρώτες σελίδες των βιβλίων σου;

Α.Μ.: Κατ’ αρχάς θέλω να πω ότι καθεμιά από τις ιστορίες μου, είτε πρόκειται  για μυθιστόρημα είτε για διήγημα, είναι ένα παραμύθι. Τίποτα δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, ούτε βασίζεται σε κάτι που συνέβη κάποτε, στο μακρινό παρελθόν. Και πάντα όταν γράφω το ένα βιβλίο, έχω ήδη σχεδόν τελειωμένο τον σκελετό του επόμενου, σαν ένα γιαπί που περιμένει να ολοκληρωθεί σε σπίτι, να κατοικηθεί από ιδέες και πρόσωπα. Και επίσης γνωρίζω ποιο θα είναι το μεθεπόμενο και το περιεχόμενό του. Για παράδειγμα, όταν έγραφα την «Παναγία των αγγέλων», που έκανε την πρώτη της έκδοση πριν από είκοσι χρόνια, κρατούσα εκ παραλλήλου σημειώσεις ή και έγραφα κάποιο ή κάποια από τα διηγήματα που θα συγκροτήσουν, Θεού θέλοντος, το πέμπτο βιβλίο μου.

Ρ.Μ.: Μια δουλειά πάνω σε συγκεκριμένο σχέδιο, λοιπόν, που την παρομοιάζεις με κατασκευή…

Α.Μ.: Δεν νομίζεις ότι όλα χρειάζονται μια προετοιμασία προτού η Σκέψη και ο Λόγος αναλάβουν να δώσουν περιεχόμενο και μορφή σε αυτό που θα πούμε; Δεν θέλω να με κατευθύνουν ή να καθορίζουν τη μοίρα του βιβλίου μου τα τυχαία περιστατικά, σκόρπιες ιδέες που ζητούν κάπου να χωρέσουν.

Ρ.Μ.: Σε αυτό το «κατασκευαστικό» κομμάτι θα πρέπει να εντάσσονται και οι μηχανισμοί που αφορούν τις δυνατότητες της αφήγησης. Φερ’ ειπείν, πώς μπορεί μια ιστορία να γίνεται πιστευτή όσο και αν είναι ξεκάθαρος ο υπερβατικός χαρακτήρας της, όπως συμβαίνει και στα τρία μυθιστορήματά σου.

Α.Μ.: Συμφωνώ. Και αυτοί οι μηχανισμοί είναι απαραίτητοι προκειμένου να πειστεί ο αναγνώστης ή να παραπλανηθεί και να πιστέψει πως τα όσα γράφω έγιναν στ’ αλήθεια. Χρησιμοποιώ δευτερογενή παραπληρωματικά στοιχεία, όπως ονόματα δρόμων, γεγονότα περιγραφόμενα εντός εισαγωγικών, σαν αποσπάσματα μιας τάχα επίσημης αναφοράς, ακόμα και ιστορικά στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να προσβάλλω την ιστορία, αφού τίποτε δεν συνέβη, έτσι κι αλλιώς. Όλα αυτά  μπορούν να πείσουν για την «ακρίβεια» και την «αλήθεια», όπως εγώ θέλω.

Ρ.Μ.: Πώς θα χαρακτήριζες τις περιγραφές σου; Αφαιρετικές, ελλειπτικές, σίγουρα δεν είναι, διότι διαπιστώνω ότι ως συγγραφέας θέλεις να δίνεις ολοκληρωμένες εικόνες των τόπων και των τοπίων, ξεκάθαρους χαρακτήρες, μορφολογικά και ψυχογραφικά.

Α.Μ.: Ορισμένοι προσπαθούν να βρουν τρωτά σημεία στην επιθυμία μου να είμαι ακριβής, όμως όχι δίχως λόγο σίγουρα από τη μεριά μου. Εκείνο που υποστηρίζω με τον τρόπο της γραφής μου είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τη λεπτομέρεια απλώς για να περιγράψω αλλά για να τελειοποιήσω το σκηνικό. Θέλω ο αναγνώστης να ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται, τόσο ο ίδιος όσο και οι ήρωες του βιβλίου, και πώς είναι όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν, σαν να παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση ή την εξέλιξη κινηματογραφικής ταινίας. Βεβαίως, το πεζογράφημα είναι άλλη τέχνη, δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η όποια εικόνα υποστηρίζει ή τουλάχιστον πρέπει να υποστηρίζει κάθε τέχνη, και την τεκμηριώνει, ιδιαίτερα στο αφηγηματικό μέρος, όπου το περιβάλλον και η φυσική παρουσία σε αυτό έχουν μεγάλη σημασία. Ας μου επιτραπεί να πω ότι, αντιλαμβάνομαι την Αφαίρεση στον πεζό λόγο ως αμηχανία και αδυναμία περιγραφής τόπων και φυσιογνωμιών, θά ’λεγα μάλιστα πως έτσι ακόμα και ο χρόνος χάνει τη σημασία του και την ακρίβειά του διότι κυλάει χωρίς να «αγγίζει» πρόσωπα και σκηνικά.

Ρ.Μ.: Το πρώτο σου βιβλίο, «Η Παναγία των Αγγέλων», έχει να κάνει με έναν άγγελο, τον Βαθαήλ, που παγιδεύεται από δαίμονες σε κάποιον παμπάλαιο οικισμό της Τήνου· το δεύτερο, «Ο μεσολαβητής», μιλάει για το πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί η ψυχή ενός ανθρώπου στην προσπάθειά του να επιτύχει το μη κατορθωτό· και το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα, «Το ξύπνημα της Πατρινέλλας», πραγματεύεται ένα στοιχειό του κάστρου της Πάτρας που εμφανίζεται πολύ θυμωμένο και προφανώς καταστροφικό. Τι τα ενώνει και τι διαφοροποιεί το ένα από το άλλο;

Α.Μ.: Τα ενώνει το μεταφυσικό στοιχείο, για το οποίο μιλήσαμε, και η στάση μας απέναντι σε αυτό, άλλοτε με φόβο και άλλοτε με ελπίδα. Εκείνο όμως που τα διαφοροποιεί είναι ο ρόλος του ανθρώπου κάθε φορά. Με πολύ λίγα λόγια: Στην «Παναγία των αγγέλων», οι κάτοικοι κάποιου χωριού είναι εκείνοι που θα βοηθήσουν έναν αιχμαλωτισμένο άγγελο να επιστρέψει στους ουρανούς δίνοντας μάχη ενάντια στους δαίμονες δεσμοφύλακές του. Στον «Μεσολαβητή», οι άνθρωποι πέφτουν θύματα μιας καλοστημένης πλεκτάνης πίσω από την οποία κρύβεται ένα σκοτεινό πλάσμα το οποίο προσφέρει ελπίδα κλέβοντας ψυχές. Και στο «Ξύπνημα της Πατρινέλλας», όπου υπάρχει και έντονη αστυνομική δράση, ένα προστατευτικό για την Πάτρα αρχαίο στοιχειό ξυπνάει θυμωμένο από κάποια ανίερη ανθρώπινη πράξη και αλλάζει μορφή· από αγαθοποιό μετατρέπεται σε φονικό σκορπώντας τρόμο και θάνατο.

Ρ.Μ.: Ας γυρίσουμε σε κάτι πιο νοσταλγικό, της ζωής σου εννοώ. Τι έγιναν τα ποιήματα που σίγουρα έχεις γράψει; Εξέδωσες κάποια συλλογή με αυτά;

Α.Μ.: Πολύ θα το ήθελα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι θα κατάφερνα να υψωθώ ώς τις κορυφές που επιθυμούσα. Η Ποίηση είναι πολύ απαιτητική «ερωμένη», σε θέλει ολοκληρωτικά δικό της, και φοβόμουν ότι δεν θα έβρισκα τη δύναμη, ούτε διέθετα την πολυτέλεια να της αφοσιωθώ. Έπρεπε να βρω κάτι «πιο αποδοτικό» στη ζωή μου, όπως συνήθως λέμε… Και η Δημοσιογραφία ήταν το πιο κοντινό πράγμα που θα μπορούσα να κάνω χωρίς να έχω την αίσθηση ότι καταστρέφομαι. Είσαι κι εσύ ποιήτρια, και είμαι σίγουρος ότι το καταλαβαίνεις…

Ρ.Μ.: Ναι, όμως υποθέτω ότι δεν έπαψες να την αγαπάς. Αυτή την απαιτητική ερωμένη που λες… την Ποίηση.

Α.Μ.: Και βέβαια την αγαπώ… είναι η πρώτη μου αγάπη! Την κρατώ πάντα κλεισμένη στην καρδιά και στους λογισμούς μου και θά ’λεγα ότι την εκμεταλλεύομαι εξακολουθητικά… Δηλαδή, για να μη παρεξηγηθώ, χρησιμοποιώ την ομορφιά και τον ρυθμό που πρέπει να έχει για να δώσω διαφορετική ροή στον πεζό μου λόγο, μια ποιητική δομή και ένα πιο ελαφρύ πάτημα που δεν κουράζει αλλά σου δίνει την αίσθηση ότι όχι μόνο δεν σκοντάφτεις αλλά μπορείς να πετάς…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Αντώνης Μπουλούτζας γεννήθηκε στην Πάτρα τον Νοέμβριο του 1946. Από νωρίς (1964-1971), ασχολήθηκε με την Ποίηση ,όμως δεν δημοσίευσε παρά ελάχιστα ποιήματά του (κυρίως στο περιοδικό Ποίησης «Υδρία», των Ανδρέα Μπελεζίνη και Σωκράτη Σκαρτσή, τη δεκαετία του 1970).

Πέρασε στη δημοσιογραφία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα, και από το 1969 δούλεψε, επαγγελματικά, στις εφημερίδες «Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών», «Νεολόγος», και «Ημέρα Πατρών». Το 1975 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως συντάκτης και αρχισυντάκτης ύλης στην «Καθημερινή» (1976-1990 και 1993-1995).

Ίδρυσε και εξέδωσε τα περιοδικά Τέχνης «Εικαστικά» (1982), το οποίο και διηύθυνε έως το 1985, και το δίγλωσσο –ελληνικά/αγγλικά– και διεθνές «AΡTI-Η Τέχνη Σήμερα / ARTI-Art Today» (1990 έως 1998, οπότε και ανέστειλε την έκδοσή του).

Μυθιστορήματά του (κυκλοφορούν):

«Η Παναγία των Αγγέλων» (σελ. 616, εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, 2004).

«Ο Μεσολαβητής» (σελ. 483, εκδόσεις Κριτική, 2014).

«Το Ξύπνημα της Πατρινέλλας» (σελ. 600, εκδόσεις Νίκας 2022).

Δημοσιευμένα διηγήματα:

«Η Αθηνά των Ολυμπιακών Αγώνων» (εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής», ένθετο «Έθνος Άουτ», με τον γενικό τίτλο: 36 συγγραφείς γράφουν «Τί θα γίνουμε χωρίς… βαρβάρους», Κυριακή 1, 2 – 8 Ιανουαρίου 2005).

«Ένας βραδινός περίπατος στην παραλία» (εφημερίδα «Έθνος», σε αφιέρωμα υπό τον γενικό τίτλο «Ιστορίες με καλό τέλος», Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011).

«Ο εφιάλτης και η πραγματικότητα» (ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal Art αριθμός 5, στην αφιερωματική ενότητα με τον γενικό τίτλο  «Ένα καλοκαίρι μέσα στον χειμώνα», 10/10/2014).

«Η μικρή-Μεγάλη καμπάνα του Εικοσιδυό» (ηλεκτρονικό περιοδικό «Fractal Αrt – Η Γεωμετρία των Ιδεών», τεύχος Νο 100, 14/9/2022).

Συμμετείχε, με ομιλία-ανακοίνωσή του για τον Κώστα Βάρναλη, στο 34ο Συμπόσιο Ποίησης, 3 και 4 Ιουλίου 2015, στο Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίιου Πατρών (Α΄ Συνεδρίαση Σαββάτου, 4/7/2015).

Συμμετείχε με το μυθιστόρημά του «Η Παναγία των Αγγέλων» (εκδ. Καστανιώτη) στο 7ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου (28 έως 31 Ιουλίου 2021).

Έγραψε κείμενα κριτικής για το έργο πεζογράφων και ποιητών, καθώς και κείμενα παρουσίασης εικαστικών καλλιτεχνών στο περιοδικο «ARTI», σε εφημερίδες, λοιπά περιοδικά και καταλόγους εκθέσεων.

Αρθρογράφησε στη στήλη «Υπογραφές» (συγγραφέων) της εφημερίδας Έθνος (ανά Τρίτη, από 12-6-2004 έως 19-12-2005).

Ασχολήθηκε με την επιμέλεια κειμένων σε περιοδικά, βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και άλλες ειδικές εκδόσεις.

Συνεχίζει το έργο του με τη συγγραφή νέου μυθιστορήματος.