Πέθανε ο Κώστας Καλφόπουλος
H σύνταξη τουBooks’ Journalμε οδύνη ανακοινώνει ότι ο στενός συνεργάτης του περιοδικού, συγγραφέας και κριτικός Κώστας Καλφόπουλος, δεν είναι πια ανάμεσά μας. Πέθανε έπειτα από σύντομη ασθένεια. Ήταν γεννημένος το 1956, είχε σπουδάσει κοινωνιολογία (ΜΑ), πολιτική και ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (Universität Hamburg) και εργαζόταν στον ημερήσιο Τύπο και ως ανταποκριτής σε γερμανικές εφημερίδες. Ήταν αρχισυντάκτης στο περιοδικό Πολάρ, για το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο υπεραγαπούσε. Έχει γράψει αστυνομικά βιβλία και επιδραστικά δοκίμια.
Συστηματικός συνεργάτης στο Books’ Journal, τίμησε το περιοδικό με υποδειγματικές συνεργασίες. Η προσφορά του είναι ανυπολόγιστη και η απώλεια για μας δυσαναπλήρωτη.
Η κηδεία του Κώστα Καλφόπουλου είναι το Σάββατο, 8 Ιουλίου, στις 11 το πρωί, από το Α’ Νεκροταφείο.
Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος γεννήθηκε το 1956 στον Πειραιά. Σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες και ιστορία των μέσων και νεότερων χρόνων στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Από το 1996 ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Είναι συνεργάτης των εφημερίδων Καθημερινή και Neue Zurcher Zeitung. Επίσης, είναι μέλος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ) και της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). Παράλληλα είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού CLM, The Crimes and Letters Magazine. Έργα του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt ! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from RAF – 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο» (2007), Ένα παράξενο καλοκαίρι, Άγρα (2011), Καφέ Λούκατς, Budapest Noir (2008), Καρέ καρέ και άλλα διηγήματα, Άγρα (2013) .
Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα σχετικά με το φλίππερ. Τι ήταν στην πραγματικότητα το φλίππερ;
Οι νεότεροι αγνοούν πολλά, γι’ αυτό είναι και νέοι. Οι παλαιότεροι θυμούνται πολλά, γι’ αυτό δεν είναι πια νέοι. Το φλίππερ είναι κάτι σαν ένα «ηλεκτρικό μπιλιάρδο», όπως τραγουδούσε και η Εντίθ Πιαφ, και πάντως κάτι παραπάνω από το κατ’ εξοχήν αυτόματο της νεοτερικότητας. Είναι μια μηχανή ονείρων, ταυτόχρονα ένα «μηχανάκι» που απαιτεί από τον παίκτη αυτοσυγκέντρωση και δεξιοτεχνία και που συναρπάζει με τον «μαγικό κόσμο» του ολόκληρη την παρέα. Ο Μένης Κουμανταρέας το έχει περιγράψει με εξαιρετικό τρόπο στα Μηχανάκια του, το 1962, όπως βέβαια και ο Νίκος Νικολαΐδης, στον Οργισμένο Βαλκάνιο. Ευκαιρία να διαβαστούν και από τους νεότερους.
Πότε εμφανίστηκε στην κεντρική Ευρώπη και έπειτα στην Ελλάδα; Γιατί γοήτευσε τους νέους;
Το φλίππερ ήρθε από την Αμερική, μετά τον πόλεμο, αν και εκεί ήταν γνωστό ήδη από τη δεκαετία του ’30. Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’50, αλλά απαγορεύτηκε το πρώτον το 1965, διότι, μαζί με άλλα μηχανικά παιγνίδια («γερανοί» κτλ.) υποτίθεται πως διέφθειρε τη νεολαία. Η αριστερά δεν διαφώνησε με αυτή τη θέση ούτε με την απαγόρευση, το αντίθετο, καιροσκοπικά εκτιμούσε ότι λειτουργούσε προοπτικά προς όφελός της. Το φλίππερ συνάρπασε τη νεολαία με τη φαντασμαγορία του και την επιδεξιότητα που ζητούσε από τον παίκτη, καθώς επίσης, λόγω της πρόσκαιρης απόδρασης από την πραγματικότητα που προσέφερε και, βέβαια, της αφορμής που έδινε να δημιουργηθούν παρέες γύρω από αυτό, όπως συνέβαινε και με το τζουκ μποξ εκείνα τα χρόνια.
Πότε γίνεται η δική σας συνάντηση με το φλίππερ;
Το θυμάμαι αμυδρά μαθητής του δημοτικού, τη δεκαετία του ’60. Φλίππερ όμως έπαιξα για πρώτη φορά το 1974, όπως γράφω και στο βιβλίο, όταν πρωτοπήγα στη Γερμανία για σπουδές. Ήταν πολύ διαδεδομένο στις παρέες μας και το έβρισκες σχεδόν παντού. Από τότε το ακολουθούσα και με ακολουθούσε, ακόμα και μετά που έγραψα το βιβλίο.
Η γοητεία ενός κειμένου, πάντως, δεν συναρτάται τόσο από την «απόσταση» στον χώρο και τον χρόνο ούτε από μια διάθεση αναπόλησης του παρελθόντος, αλλά από τη βαθύτερη σχέση του συγγραφέα με το θέμα του και βέβαια με τη γλώσσα και τη μνήμη. Το φλίππερ, ως θέμα, προϋποθέτει όμως να έχεις βιωματική σχέση μαζί του, κάτι που ισχύει βέβαια και για το ποδόσφαιρο.
Γιατί η Γερμανία ξεχώρισε στην παραγωγή των φλίππερ;
Η Γερμανία διακρίθηκε περιορισμένα μόνο στην παραγωγή φλίππερ στη δεκαετία ’30-’40, καθώς είχε μεγάλη παράδοση στην κατασκευή μηχανικών παιγνιδιών. Ουσιαστικά όμως η Αμερική μονοπώλησε την παραγωγή μέχρι και τη δεκαετία του ’80, με τρεις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες.
Σπουδαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με το φλίππερ. Τι τους γοήτεψε σ’ αυτό το παιχνίδι;
Το φλίππερ και η φαντασμαγορία του αρκούν από μόνα τους να συναρπάσουν τη νεολαία και βέβαια κάποιους σημαντικούς συγγραφείς, με την προϋπόθεση όμως ότι έχουν παίξει και οι ίδιοι, εξού και προέκυψαν τέτοια ωραία βιβλία. Αναφέρω ενδεικτικά το θεατρικό έργο του Αρτύρ Ανταμόφ Πινγκ Πονγκ, που αναφέρεται ουσιαστικά στο φλίππερ, ξανά τον Οργισμένο Βαλκάνιο του Νίκου Νικολαΐδη, το διήγημα της Έρσης Σωτηροπούλου Ο βασιλιάς του φλίππερ, τον Κορνήλιο στο Τέλος της περιπλάνησης του Φίλιππου Φιλίππου, και βέβαια την επιφυλλίδα του Νίκου Δήμου «Η γενιά των φλίππερ» στο Βήμα, τη δεκαετία του ’80. Να θυμίσω επίσης πως κι ο Χρήστος Βακαλόπουλος ήταν φανατικός του φλίππερ.
Το κείμενό σας για το φλίππερ, πέρα από τη μύηση στο παιχνίδι αλλά και στην ιστορία του, μας φέρνει μνήμες της Γερμανίας. Μήπως η απόσταση βοηθά να θυμόμαστε και να γράφουμε με πιο γοητευτικό τρόπο;
Είναι οι «λαβύρινθοι της μνήμης», όπως αναφέρει και η Τιτίκα Δημητρούλια σε μια παλιά της βιβλιοκριτική για την πρώτη έκδοση του Φλίππερ. Η γοητεία ενός κειμένου, πάντως, δεν συναρτάται τόσο από την «απόσταση» στον χώρο και τον χρόνο ούτε από μια διάθεση αναπόλησης του παρελθόντος, αλλά από τη βαθύτερη σχέση του συγγραφέα με το θέμα του και βέβαια με τη γλώσσα και τη μνήμη. Το φλίππερ, ως θέμα, προϋποθέτει όμως να έχεις βιωματική σχέση μαζί του, κάτι που ισχύει βέβαια και για το ποδόσφαιρο. Εκείνα τα χρόνια πάντως, η Γερμανία, όπου τα πρωτογνωρίσαμε, και γενικότερα η Ευρώπη, κυρίως η Γαλλία, ήταν διάσπαρτη από φλίππερ.
Το βιβλίο σας περιέχει την αισθηματική ιστορία του αφηγητή με μια γυναίκα, η οποία αναφέρεται συνεχώς ως «εκείνη που την είδε να παίζει εκεί», γυναίκα που γνώρισε στη Γερμανία κι έπαιζε μαζί της φλίππερ. Αυτό δεν είναι εξιδανίκευση μιας γυναικείας μορφής που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί;
Υπάρχει πάντα μια διαφορά μεταξύ αισθηματικής και ερωτικής ιστορίας. Το αν υπάρχει ή όχι «εξιδανίκευση», αυτό δεν μπορεί να το κρίνει ο συγγραφέας, γιατί κι ο ίδιος είναι «μέσα» στο κείμενο και στο παιγνίδι της μνήμης και του φλίππερ. Επίσης, γιατί ένα κομμάτι από το βιβλίο αφορά αποκλειστικά τον συγγραφέα. Πάντως, όσοι παίξαμε φλίππερ, ξέρουμε πως είναι σπάνιο να συναντήσεις, και μάλιστα να ερωτευτείς, ένα κορίτσι, μια γυναίκα που να παίζει εξαιρετικό φλίππερ, κι αυτό με γοήτεψε ακόμα περισσότερο τότε, αλλά και στο βιβλίο.
Ο αφηγητής μιλάει για τη σταδιακή εξαφάνιση των φλίππερ και θυμάται τα στέκια τότε: πλατεία Βικτωρίας, Πατησίων, Βαλτετσίου, Χαλκοκονδύλη, Ακαδημίας, Μεσολογγίου, Αγίου Κωνσταντίνου. Τι κοινό έχουν οι αφηγήσεις αυτές με τη σημερινή Αθήνα;
Απολύτως κανένα. Η πλατεία Βικτωρίας του Κουμανταρέα και του Δομάζου δεν υφίσταται πλέον, πρόσφατα μάλιστα είχε μετατραπεί σε προσωρινό hot spot. Εξάλλου, δεν υπάρχουν φλίππερ στην Αθήνα από το 2000 και μετά. Εκείνη η Αθήνα, κυρίως της δεκαετίας του ’60, αλλά και μετέπειτα, της δεκαετίας του ’80, έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Αντ’ αυτού υπάρχει μια αθηναϊκή δυστοπία, θα έλεγα μια «ανυπόφορη Αθήνα», με κάποιες ήσυχες γωνιές και γειτονιές (Κουκάκι, Παγκράτι κ.ά.).
Κατά τη γνώμη μου, ο ήρωας του Φλίππερ πραγματοποιεί μια περιπλάνηση στον κόσμο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Αυτό δεν δείχνουν οι αναφορές στους γονείς του;
Κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας περιπλανιέται στον «χαμένο ορίζοντα» των φλίππερ, του έρωτα και της νεότητας, κάτι σαν τους ήρωες του Τζέιμς Χίλτον στο ομότιτλο μυθιστόρημα. Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στο βιβλίο είναι το φλίππερ και το κορίτσι. Οι βιωματικές, όχι αυτοβιογραφικές, αναφορές αυτονόητα επιστρέφουν σ’ εκείνα τα χρόνια. Ο Κωστής Παπαγιώργης κάπου είχε γράψει πως «μετά τα σαράντα μας “φοράμε” τους γονείς μας».
Γράφετε για τη σταδιακή εξαφάνιση των φλίππερ, όταν ένας Έλληνας πρωθυπουργός εξομοίωσε τα φλίπερ με τα «φρουτάκια» και τα κατάργησε. Για ποιο λόγο, άραγε;
Να ξεδιαλύνουμε την όποια παρανόηση, ώστε να μην αδικήσουμε πρόσωπα και πράγματα. Υπενθυμίζω ότι απαγορεύτηκαν εκ νέου επί πρωθυπουργίας Σημίτη, λόγω κακής ερμηνείας μιας κοινοτικής οδηγίας για τα τυχερά ηλεκτρονικά παιγνίδια («φρουτάκια») και τον παράνομο τζόγο. Η δεύτερη αυτή απαγόρευση δεν έχει σχέση με εκείνη του 1965, επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου. Και οι δύο απαγορεύσεις φυσικά ήταν νόμιμες, αλλά και εξίσου βλακώδεις, από δύο σημαντικούς πολιτικούς, όμως.
Σας έχουν χαρακτηρίσει ως συγγραφέα νουάρ μυθιστορημάτων. Πώς αντιμετωπίζετε αυτό τον χαρακτηρισμό;
Η κριτική έχει τους δικούς της κανόνες και ορισμούς. Δεν θα ήθελα να μπω σε «ξένα χωράφια» ούτε να σχολιάσω εκτιμήσεις αξιόλογων κριτικών. Το βασικό δεν είναι ο χαρακτηρισμός, αλλά να μπορεί ο συγγραφέας να γίνεται με κάθε καινούριο βιβλίο καλύτερος και ενδεχομένως «απρόβλεπτος». Εξάλλου, ως όρος, το νουάρ έχει υποστεί μεγάλη κατάχρηση, για καθαρά εμπορικούς λόγους. Δεν είναι κάθε «αστυνομικό» νουάρ κι ούτε κάθε «νουάρ» αστυνομικό.
Τον τελευταίο μήνα του 2016 εκδόθηκε το περιοδικό CLM , The Crimes and Letters Magazine. Πώς ξεκίνησε ή όλη ιδέα της έκδοσης;
Η αρχική ιδέα ξεκίνησε κάποια χρόνια πριν, σε μια συζήτηση με τον Ανδρέα Αποστολίδη. Αργότερα, βρεθήκαμε με τον Στράτο Μυρογιάννη, ο οποίος εξέδιδε ένα λογοτεχνικό περιοδικό που δυστυχώς έκλεισε πρόωρα, συμφωνήσαμε στα βασικά και συναντηθήκαμε με τους υπόλοιπους συντελεστές και συνεργάτες του περιοδικού. Θέλαμε να καλύψουμε ένα κενό στην αστυνομική λογοτεχνία, που δεν είναι μόνο τίτλοι βιβλίων και συγγραφείς, αλλά και απόψεις γύρω από το είδος. Εκτιμώ, όπως συνέβη και στον τιμητικό τόμο για τα 100 χρόνια του Γιάννη Μαρή, ότι κάναμε το καλύτερο δυνατό και συνεχίζουμε την προσπάθεια με καλές προϋποθέσεις και προοπτικές.
Διακρίνουμε μια απέραντη αγάπη για τα βιβλία. Από την άλλη, υπάρχει η οικονομική κρίση. Ποια είναι η κατάσταση στον χώρο του βιβλίου;
Με μία λέξη, τραγική. Δεν ευθύνεται μόνο η κρίση, την οποία αδυνατεί ο χώρος του βιβλίου να την κατανοήσει και να την αντιμετωπίσει επαρκώς, ούτε βέβαια είναι πανάκεια η «ενιαία τιμή βιβλίου» ή συζητήσεις για επανίδρυση του ΕΚΕΒΙ. Υπάρχουν στρεβλώσεις και παθογένειες δεκαετιών ως προς την πολιτική του βιβλίου. Στην Ελλάδα είναι άγνωστο το «λογοτεχνικό μάνατζμεντ» κι ούτε υφίσταται συγκροτημένη πολιτιστική πολιτική. Υπάρχουν βέβαια και τα ζητήματα που προκύπτουν από τις νέες αναγνωστικές πλατφόρμες και συνήθειες. Επιπλέον και εξίσου σημαντικό, κατέρρευσε ακόμα ένας μύθος, ότι η αριστερά είναι κατ’ εξοχήν «προστάτις του πολιτισμού», οι επιλογές και οι χειρισμοί της στην παιδεία και τον πολιτισμό, αλλά και στον χώρο του βιβλίου το αποδεικνύουν.
Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτή την εποχή;
Πέραν των επαγγελματικών υποχρεώσεων, μεταξύ άλλων, τη μελέτη της Μαρίνας Πετράκη για τον Ιωάννη Μεταξά (Ο μύθος του Μεταξά), που είχε πρωτοεκδοθεί στην Αγγλία. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που υπερβαίνει τον μύθο από τα δεξιά («εθνοσωτήρας») και τον μύθο από τα αριστερά («μοναρχοφασίστας»), προσεγγίζοντας κριτικά και τεκμηριωμένα τα θέματα δικτατορία, προπαγάνδα, κινηματογράφος και θέατρο στην Ελλάδα του Μεταξά. Ένα βιβλίο επίκαιρο κατά μία έννοια, πενήντα χρόνια μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Φλίππερ
Κώστας Θ. Καλφόπουλος
Gramma
72 σελ.
ISBN 978-960-8375-39-0
Τιμή: €7,42